ΑΜΟΛΑ ΚΑΛΟΥΜΠΑ
Το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας ανασύρει μέσα μου μόνο αξέχαστες στιγμές και μνήμες. Απο το πέταγμα του αυτοσχέδιου αετού, τη λαχταριστή ζεστή λαγάνα αλλά και τα ξεφαντώματα στο θρυλικό ''Πάνθεον''. Μικρά αλλά τόσο σημαντικά γεγονότα που μας κρατούν συντροφιά σε αυτή την άχαρη ζωή. Σε μια ζωή που έφθασε στο σημείο -με την ανασφάλεια και την οικονομική κρίση- να μας στερούν ακόμη και το δικαίωμα στο Όνειρο.
Εκείνη όμως η ανάμνηση που με ξεσηκώνει, με πυρπολεί, ειναι οι θαλασσινές γεύσεις της σαρακοστής. Γεύσεις μοναδικές οπως χάβαρα, χαβαρόσουπα, προσφορίτες (που τις είχε παλιότερα μονοπώλιο ο Μπολσεβίκος), καποσάντες, αυγομένους παγούρους('παούρ απο το ιβάρ'), λούφες,(λεμονάτες), σπετονίκια, μπακαρελάκια(αυγομένοι γουβιοί), πίνες, γάμπαρες, σαρδελα, κουκούτσες, αρμυρίθρες, αυγωμενη γαρίδα('ω γαρίδα π' σέρν' κάρο'). Και ηταν ο αειμνηστος πατέρας μου που με μυησε σε αυτες τις μοναδικές γευσεις τις οποίες ππροσπαθώ να ''μυήσω ''' και τα παιδιά μου.
Οπως γράφει ο αειμνηστος Δημος Μαλακάσης, στην παλιά Λευκάδα ''την Καθαρή Δευτέρα εξακολουθούσε το γλέντι στον Κάμπο με τα σαρακοστιανά. Ο κοσμάκης γιόρταζε τα κούλουμα και πήγαινε όθε μπορούσε με τα ποδάρια, με κάτι αυτοκίνητα σακαράκες, με κάρρα και μονόξυλα. Παίρνανε μαζί τους ταραμάδες, χαλβάδες, σπετονίκια, αχινιούς, χάβαρα, χλωροκρέμμυδα, μπόλικο κρασάκι -τη χαρά του Θεού- και στρωνόντανε στις λιακάδες της Σπασμένης Βρύσης, τ' Άη Γιαννιού, της Άγια Κατερίνης, της Φανερωμένης, τ' Άη Θωμά και Κουζουντελιού και χορεύανε με φωνόγραφα, τραγουδάγανε με κιθάρες και μαντολίνα, "φαρομανάγανε" με τις γυναίκες τους και τα παιδάκια τους και μετά το σούρουπο γυρίζανε ξέγνοιαστοι, μισομεθυσμένοι κι ολοκάθαροι στην ψυχή και στην καρδιά, για ν' αρχίσουνε την άλλη μέρα το σκληρό αγώνα με το τσαγκαροσούβλι, το μιστρί, το πέζο, τα δίχτια, με τις τέχνες τους… Έτσι περνούσαν οι Απόκριες και τα Κούλουμα, με το λευκαδίτικο σπίρτο, με τα αθώα πειράγματα, τη φίνα σάτιρα που μορφώνει και που δείχνει τη ζεστασά του λαού μας.''
Επίσης οπως γράφειο Παναγιώτης Ματαφιάς (Νότης Μπρανέλος) στο βιβλίο του '' Απ’ τον Αη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε, Αθήνα 1992'', το χάσκαρι ήταν αποκριάτικο έθιμο – παιχνίδι. Μία από τις Κυριακές της Αποκριάς (συνήθως την τελευταία) στο δείπνο, οι Λευκαδίτες έκαναν το χάσκαρι. Από μια κλωστή, δεμένη ψηλά στο ταβάνι, πάνω ακριβώς απ’ το τραπέζι, κρεμούσαν ένα κομμάτι μαντολάτο, το ωθούσαν περιστροφικά και οι παρακαθήμενοι, χωρίς να χρησιμοποιούν τα χέρια τους, προσπαθούσαν να το πιάσουν δαγκώνοντάς το. Εκείνος που θα κατόρθωνε να το πιάσει ήταν ο νικητής και ο τυχερός της χρονιάς. Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, με τη διαφορά ότι στην άκρη της κλωστής αντί για αυγό έδεναν ξεφλουδισμένο ένα σφιχτοβρασμένο αυγό και το λένε «χάσκα». Πήρε το όνομά του το παιχνίδι απ’ το θέαμα που παρουσιάζουν οι παίχτες, που χάσκουν με ανοιχτό το στόμα στην προσπάθειά τους να δαγκώσουν το αιωρούμενο αντικείμενο.
ΥΓ: Αμόλα Καλούμπα: Φράση που προέρχεται από το πέταγμα του χαρταετού και χρησιμοποιείται ως προτρεπτικό συνέχισης. Σημαίνει άσε τα πράγματα να κυλήσουν κι επίσης μην μένεις στάσιμος, προχώρα. Ετυμολογικά, επίσης η λέξη "κούλουμα" προέρχεται από το λατινικό «cuuiulus», που εκτός από σωρός σημαίνει επίσης και αφθονία, αλλά και τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου