“Χορεύουν τα κόκκινα’. Η φωνή του κομπέρ επιβλητική, κρυστάλλινη, επιτακτική. Προσκαλούσε. Χορεύουν τα κόκκινα. Τα πρώτα ζευγάρια ντυμένα κομψά σηκώθηκαν αργά-αργά. Έσυραν τα βήματα στην πίστα σε ένα ταγκό. Τα φώτα χαμήλωσαν. Και η ΄κομπαρσίτα” αρχισε να ξετυλίγεται μέσα στη νύχτα. Οι πρώτες σερπατίνες άρχισαν να αιωρούνται. Ακούγονται γέλια, σχόλια, “Χορεύουν τα κόκκινα’. Ο ρυθμός, η μουσική, ο χορός. Ο έρωτας. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1960 στο θρυλικό “ Πάνθεον’, στην πόλη της Λευκάδας. Το “Πάνθεον” ήταν ένας μεγάλος χειμερινός κινηματογράφος σε ένα καντούνι στην παλιά πόλη που τις απόκριες εξυπηρετούσε τις ανάγκες των αποκριάτικων εκδηλώσεων. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι. Το “Πάνθεον” με τους καταπληκτικούς διακόσμους, με τις μοναδικές αποκριάτικες στολές, τους αυτοσχεδιασμούς και προπαντός με τη διάθεση. Με διάθεση για χορό, για ξεφάντωμα, για διασκέδαση. Για ανάταση ψυχής. Παρά τα βάσανα, τη φτώχεια, τις πίκρες. Το “Πανθεον’΄ηταν μια αίθουσα που στέγασε για πολλά χρόνια τους ρυθμούς της καρδιάς χιλιάδων ανθρώπων. Μικρών και μεγάλων. Φιλοξένησε την απόδραση, τη φυγή, το χαμόγελο. Αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της παλιάς Λευκάδας. Της Λευκάδας που έφυγε και άφησε πίσω της πόνο και νοσταλγία. Των υπέροχων ανθρώπων, της αλληλεγγύης, της κατανόησης, της αγάπης. Της εποχής του “εμείς” και όχι του “εγώ’, του χαμόγελου, της αληθινής καληνύχτας.
Προσκλητήριο μνήμης. Μαζούρκες, βάλς εστασιόν, καντρίλιες, ταγκό, τσατσά, ρούμπα. Βούλης, Φρουφαλος, Ζαχαρής, Μορίνας, Καμινάρης, Κονίας, Λίζας, Μαλακάσης, Αθηνιώτης, Πανάγος, Σίδερης, Κοτσώλος, Κοκονιώρος. Και τόσοι αλλοι. Πρωταγωνιστες σε μια παράσταση ψυχης. Με τη ζωή αυτοπτη μαρτυρα. Ορφέας, Φιλαρμονική, Ν. Χορωδία, Τηλυκράτης. Φιλολογικά πρωινα, θεατρικές παραστάσεις. Μαθήματα πολιτισμού απο τη μικρη και φτωχη Λευκάδα. Μαζί με το “Πάνθεον έφυγε και μια εποχή. Δυστυχώς σήμερα δεν χορεύουμε. Βλέπουμε, Δεν συζητάμε. Χαζεύουμε στην τηλεόραση. Δεν τραγουδάμε. Ακούμε. Δεν χαμογελάμε. Είμαστε σκυθρωποί, με σκυμμένα τα κεφάλια, εγκλωβισμένοι στα προβλήματα της καθημερινότητας. Σήμερα δεν έχουμε φίλους γιατί φοβόμαστε την προδοσία. Δεν εμπιστευόμαστε γιατί ειναι σίγουρο πως θα πληγωθούμε. Και δεν δίνουμε γιατί φοβόμαστε την αχαριστία. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε θλιβερές ειδήσεις, συκοφαντίες, ζήλιες και αν ασφάλειες. Και κοιμόμαστε λυπημένοι. Τα χάπια αντικατέστησαν τα όνειρα. Επιβιώνουμε στη μοναξιά της στιγμής. Έχουμε γίνει οι δολοφόνοι του χρόνου. Προσποιούμαστε οτι ζούμε καλά, σε μια υπερκαταναλωτική κοινωνία, οπου όλοι δουλεύουμε για τις τράπεζες. Και σκεφτόμαστε συνέχεια το θάνατο γιατί στηριζόμαστε σε γερασμένες επιθυμίες..
Γινόμαστε ολοένα και πιο απρόθυμοι να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Προσέχουμε μη διασταυρωθούν τα βήματα μας με τα βήματα του γείτονα. Τρέχουμε βιαστικά να προλάβουμε κάτι, χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς. Το σύνθημα χορεύουν τα κόκκινα” ήταν το κάλεσμα του κομπέρ για να ανέβουν στην πίστα όσα ζευγάρια στο “΄Πάνθεον” φορούσαν στο πέτο τους ένα μικρό κόκκινο ύφασμα που το καρφίτσωναν στην είσοδο προκειμενου να μην υπάρχει συνωστισμός στην πίστα. Σε άλλους φορούσαν ένα κομμάτι απο μπλε ύφασμα. Το “χορεύουν τα κόκκινα” δεν ακούγεται πιά. Το “Πάνθεον΄δεν λειτουργεί. Η παλιά Λευκάδα χάθηκε σαν μονόξυλο που βούλιαξε στο Ιβάρι. Αλλά οι μνήμες όρθιες,αντρειωμένες, περήφανες, στέκουν. Οι μνήμες που γνέφουν, προκαλούν, προσκαλούν, φωνάζουν: »Χορεύουν τα κόκκινα»!!!
ΣΗΜ:Το κείμενο περιλαμβάνεται στο ομωνυμο βιβλίο του συγγραφέα ΗΛΙΑ Π. ΓΕΩΡΓΑΚΗ το οποίο κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις »ΑΓΚΥΡΑ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου