Φημισμένος παραθαλάσσιος οικισμός, χτισμένος στο μυχό μικρού όρμου
των βορειοδυτικών ακτών της Λευκάδας, ο Άγιος Νικήτας γοητεύει
τους ταξιδιώτες με το παραδοσιακό χρώμα και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του.Οι
παραθεριστές απολαμβάνουν τα γαλαζοπράσινα νερά στην παραλία του
οικισμού και στις κοντινές ακρογιαλιές, τα Πευκούλια και
το Μύλο. Μάλιστα, η περιοχή του Μύλου με την υπέροχη αμμουδερή παραλία
προσφέρει μαγευτική θέα στο Ιόνιο και το ηλιοβασίλεμα.Το χωριό , που έχει
φανατικούς φίλους, έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, ως
παραδοσιακός οικισμός. Το ιδιαίτερο φυσικό κάλλος, το τοπικό χρώμα και η
αρχιτεκτονική (τα ωχροκίτρινα κεραμίδια, το ξύλο, η πέτρα, οι πόντζοι)
διατηρούνται και στολίζουν τις μικρές αλλά ικανές μονάδες καταλυμάτων,
εστιατορίων, mini market κλπ.
Φαίνεται ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί κατά την αρχαιότητα
Ανασκαφές έχουν φέρει στην επιφάνεια ευρήματα που κατατάσσονται
στην παλαιολιθική περίοδο, αλλά και νεότερα που προέρχονται από
εγκαταστάσεις ανθρώπων της περιόδου από τον 6ο αιώνα πχ. μέχρι
τη Ρωμαϊκή κατάκτηση. Οι ψαράδες του χωριού έχουν επανειλημμένα
ανασύρει από το βυθό της θάλασσας αντικείμενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος,
όπως αγγεία, αμφορείς κ.ά. Επίσης, στη θέση Ελληνικά υπάρχουν
ενδείξεις ύπαρξης παλαιών ανθρωπίνων δραστηριοτήτων . Η ίδια, εξ’ άλλου,
ονομασία της τοποθεσίας αυτής, παραπέμπει στην εποχή πριν την επικράτηση
τουΧριστιανισμού. Εντύπωση ακόμη προκαλεί και η ύπαρξη ορισμένων πολύ
παλαιών ελαιοδέντρων στη γύρω περιοχή.Έρευνα στο Αρχειοφυλακείο
Λευκάδος έδειξε ότι οι πρώτες αναφορές στο χωριό χρονολογούνται από
το 1816, οπότε αναφέρεται σαν μαχαλάς του χωρίου Κάτω
Εξανθείας(πρόκειται για το σημερινό χωριό Δρυμώνας). Ευρήματα σε παλιά σπίτια
του χωριού, καθώς και η μικρή καμπάνα του Ναού, παραπέμπουν στη δεκαετία
του 1830. Η σημερινή εικόνα του Αγίου Νικήτα στο τέμπλο του Ναού
φέρει την χρονολογία 1848, ενώ στις εικόνες του Χριστού και της
Παναγίας αναγράφεται 1814. Σε εκκλησιαστικό έγγραφο, αναφέρεται ότι
το 1841 έγινε χειροτονία του ιερέως Ευσταθίου Κατωπόδη εις το
χωρίο Άγιος Νικήτας της περιοχής του χωρίου Εξανθείας.
Οι ιστορικές πηγές, επομένως, δείχνουν ότι ο οικισμός είναι
σχετικά πρόσφατος. Εξάλλου, υπήρξε μεγάλη δραστηριότητα
των πειρατών στις παραλιακές περιοχές της Λευκάδας κατά την
περίοδο της Τουρκοκρατίας (1477-1684 και κυρίως προς το τέλος
αυτής. Φαίνεται, όμως, ότι το τοπωνύμιο, άρα και η εκκλησία υπήρξε από
παλιότερα με κάποια ίσως διαφορετική μορφή και ανοικοδομήθηκε με την
εγκατάσταση των κατοίκων. Για παράδειγμα, υπάρχει
σε γκραβούρα ενετικός χάρτης του 1687 από το
«Isolario» του Ιταλού γεωγράφου Βιτσέντζο Κορονέλι (1650-1718),
ο οποίος ονομάζει τη περιοχή «Porto Angius», ενώ σε νεώτερο Ενετικό χάρτη του1757 που
σχεδιάστηκε από τον Girolamo Delanges αναφέρεται η σημερινή ονομασία του
χωριού, χωρίς όμως να σημειώνεται η ύπαρξη κάποιου οικισμού στη περιοχή.
Σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής
εγκαταστάθηκαν σταδιακά από το κοντινό χωριό Δρυμώνας στο πρώτο μισό του 19ου
αιώνα. Αντίθετα, είναι άγνωστο πότε και πώς ονομάστηκε η περιοχή Άγιος
Νικήτας. Προφανώς σχετίζεται με τη λατρεία του Αγίου στον ομώνυμο ναό, αλλά η
ίδρυσή του φαίνεται ότι πάει πολύ πίσω στο χρόνο, πιθανότατα πριν την Ενετική
κατάκτηση της Λευκάδας (1684), οπότε τοποθετείται και η ίδρυση του Δρυμώνα.Εδώ
πρέπει να αναφερθεί ότι ο Άγιος είναι άγνωστος στην Ελλαδική Εκκλησία και δεν
αναφέρεται πουθενά αλλού η ύπαρξη ναού η εικόνας του. Σύμφωνα με την παράδοση,
οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού βρήκαν την εικόνα του Αγίου σε ερημική τοποθεσία
χωρίς να γνωρίζουν ποιον ακριβώς απεικονίζει και μετά από επαφές με τις
θρησκευτικές αρχές έκτισαν τον ομώνυμο ναό. Πάντως σώζεται μέχρι σήμερα στο ναό
εικόνα του Αγίου, πιθανά του 18ου αιώνα, που πρέπει να εξυπηρετούσε τις λατρευτικές
ανάγκες των πιστών πριν την ανοικοδόμησή του. Σίγουρα όμως υπάρχει ένα κενό
μεταξύ των ανθρώπων που έδωσαν το όνομα στην περιοχή και των νέων του κατοίκων
και αυτό ουσιαστικά μας πληροφορεί η παράδοση. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που
συναντάται συχνά στην ιστορία του νησιού , διότι οι
καταστροφικοί σεισμοίκυρίως, αλλά και οι επιδημίες, καθώς και η συχνή
εναλλαγή κατακτητών ερήμωναν μεγάλες περιοχές, ακόμη και ολόκληρο το νησί, για
να εποικιστεί στη συνέχεια από κατοίκους άλλων περιοχών (π.χ. Θεσπρωτοί, Κρήτες, Χιώτες, Πρεβεζάνοι,Ακαρνάνες κ.ά.).
Τη χρονική αυτή περίοδο, συγκεκριμένα, εκτός από τη μετάβαση από
την κυριαρχία των Τούρκων στην κυριαρχία των Ενετών, την οποία
επακολούθησε αναδιανομή της γεωργικής γης, καθώς οι τελευταίοι, αφού έδιωξαν
τουςμουσουλμάνους, παραχώρησαν μεγάλες περιοχές στους δικούς τους συμμάχους,
υπήρξε και επιδημία πανώλης το 1644, που σκότωσε 2000
άτομα, φονικοί σεισμοί κατά τα
έτη 1612, 1613,1625, 1630, 1704, καθώς και άλλες
καταστροφές αργότερα, με αποτέλεσμα το 1716 το νησί να είναι σχεδόν
έρημο. Καταστροφικοί σεισμοί αναφέρονται επίσης και κατά τις
ημερομηνίες: 5 Ιουνίου 1722, 22 Φεβρουαρίου 1723, 30
Σεπτεμβρίου 1769 και ο καταστροφικότερος ίσως όλων στις23
Μαρτίου 1783, που έγινε αισθητός στη Βενετία και κατέρρευσαν, εξ
αιτίας του, στο νησί 855 σπίτια και 7 εκκλησίες.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες πιθανότατα συνέβαλλαν να εγκαταλειφθεί
για κάποιο χρονικό διάστημα η περιοχή και να παραμείνει μόνο η εκκλησία του
Αγίου Νικήτα, στην οποία οφείλεται η ονομασία του χωριού. Η ύπαρξη αυτού του
κενού στην ιστορία του χωριού αποδεικνύεται εξάλλου από το γεγονός ότι οι
κάτοικοί του στα μέσα του 18ου αιώνα φαίνεται πώς δεν γνώριζαν πώς να τιμούν τη
μνήμη του Αγίου που τον είχαν ορίσει ως πολιούχο τους και ζήτησαν πληροφορίες
από το Άγιο Όρος. Έτσι, κατόπιν αιτήματος των κατοίκων, ο Αγιορείτης
μοναχός Ιάκωβος Μελενδύτης συνέγραψε το έτος1861 μία ακολουθία του Αγίου,
στον πρόλογο της οποίας αναφέρεται: «Χρή τους εγχωρίους Χριστιανούς
ψάλλειν ετησίως…».Από την τελευταία 30ετία του 19ου αιώνα μέχρι και το τέλος
της δεκαετίας του '30 του 20ού αιώνα, είναι η περίοδος ακμής για το
χωριό. Οι γύρω λόφοι μετατρέπονται σταδιακά σε χωράφια και κυρίως
αμπελοκαλλιέργειες που παράγουν την εκλεκτή Λευκαδίτικη
ποικιλία οίνου Βαρτζαμί, με το βαθύ κόκκινο χρώμα που το
κάνει περιζήτητο στηνΕυρώπη και ειδικότερα στη Γαλλία, όπου το
χρησιμοποιούσαν για να επιτύχουν τον ιδανικό χρωματισμό στα δικά τους προϊόντα.
Η μη ύπαρξη οδικού δικτύου αυτή την εποχή και η φυσική θέση του
χωριού ανάγκαζε τους παραγωγούς και των γύρω χωριών να προωθούν τα προϊόντα
τους μέσω του Αγίου Νικήτα και έτσι εξελίχθηκε σε εμπορικό κέντρο και λιμάνι
μετελωνείο. Ο Άγιος Νικήτας αποτέλεσε τότε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα
διακίνησης κρασιών της Λευκάδαςπρος την Κέρκυρα, την Πρέβεζα και
την Ιταλία. Η παραγωγή κρασιού στο Χωριό στις αρχές του 20ού αιώνα
υπερέβαινε τους 500 τόνους, ενώ ο αριθμός των νοικοκυριών ήταν 30-40.
Φαίνεται πως αργότερα, οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν τα εδάφη
των αποικιών τους στη Μεσόγειο, όπως η Αλγερία, για να καλλιεργήσουν αντίστοιχες
ποικιλίες αμπέλου, καθώς ήδη από το 18ο αιώνα η αμπελοκαλλιέργεια
αποτελούσε μια τυπική απασχόληση των αποίκων στις Μεσογειακές ακτές τηςΑφρικής.
Η μείωση της ζήτησης του κρασιού, πιθανά και η επιδημία «περονόσπορου» που
αναφέρεται ότι έπληξε το 1900τα αμπέλια του νησιού οδήγησαν σταδιακά στην
εγκατάλειψη των αμπελώνων από τους χωρικούς και την ενασχόλησή τους με την
καλλιέργεια της ελιάς κυρίως, αλλά και με την αλιεία. Παράλληλα,
η ανάπτυξη της οδικής συγκοινωνίας, τα πρώτα φορτηγά αυτοκίνητα, εμφανίσθηκαν
στη Λευκάδα τα έτη1927-1928. Έτσι, τα γύρω χωριά συνδέθηκαν απευθείας
με τη πρωτεύουσα και, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο φυσικός λιμένας του
χωριού δεν παρείχε προστασία στα πλεούμενα από τους πολύ ισχυρούς βόρειους
ανέμους στην περιοχή, το χωριό του Αγίου Νικήτα οδηγήθηκε σε παρακμή και
απομόνωση.
Τα χρόνια μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησε ο
Εμφύλιος και η δικτατορία. Η φτώχεια έπληξε και τον Άγιο Νικήτα όπως
όλα τα χωριά της Λευκάδας. Η μετανάστευση συνεχίστηκε και μετά
το 1950 με εντατικούς ρυθμούς, ερημώνοντας το Χωριό. Ένα άτυπο
μνημείο της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και
της Ιταλικής κατοχής αποτελεί σήμερα το ερειπωμένο «Παρατηρητήριο»
στην περιοχή Στρώμα, στο λόφο πάνω από τη παραλία του Μύλου. Για αυτή την περίοδο
και για την περίοδο του Εμφυλίου, μπορεί να αντλήσει κανείς αρκετά στοιχεία από
τη γενικότερη βιβλιογραφία που υπάρχει για όλο το νησί, όμως πολλές φορές τα
συγγράμματα αυτά απέχουν από την αντικειμενική θεώρηση και είναι συνήθως
επηρεασμένα από την παραταξιακή σκοπιά του εκάστοτε συγγραφέα.
Τη δεκαετία του 1970 αρχίζει σταδιακά η ανάπτυξη του τουρισμού που
χαρακτηρίζει τη χρονική περίοδο που διαρκεί μέχρι σήμερα. Η συγκυρία αυτή
αναζωογόνησε ασφαλώς το χωριό, αλλά είχε σίγουρα και αρνητικές επιπτώσεις. Από
το 1978, το χωριό έχει χαρακτηρισθεί από τις κρατικές αρχές
ως παραδοσιακός οικισμόςκαι η ανέγερση οικοδομών στην περιοχή ακολουθεί
αυστηρές προδιαγραφές, που ελέγχονται από το Γραφείο Πολεοδομίας του
νησιού.(πηγή:wikipedia).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου