Του ΗΛΙΑ Π.ΓΕΩΡΓΑΚΗ
Ο Σπύρος Φίλιππας Πανάγος ηταν ο τελευταίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής στη Λευκάδα. Ποιητής και δημοσιογράφος ο οποίος δεν θα μπορούσε σε καμμία περίπτωση να εκφραστεί στη σύγχρονη εποχή οπου κυριαρχεί ο φθόνος, η ανασφάλεια και η υποκρισία. Σε μια εποχή οπου επιβραβεύεται η αμάθεια και η ημιμάθεια, οπου επιβιώνουν οι 'κολητoί' και τα λαμόγια και χειροκροτούνται τα τηλεοπτικά ψώνια. Κι΄αυτο γιατί ο Σπύρος Φιλιππας Παναγος ήταν ένας ευαίσθητος και αληθινός χαρακτήρας, έντιμος, αυθεντικός, ατόφιος, καθαρός όπως τα βότσαλα στη Γύρα. Ήταν πρωτα φίλος και μετά πατέρας. Είχε προμετωπίδα το συμφέροντης Λευκάδας. Για τη Λευκάδα γεννήθηκε, έζησε, πικράθηκε, πάλεψε, εγραψε.Για τη Λευκάδα που τον κοιμίζει στην φιλόξενη αγκαλιά της.
Ο ποιητής έζησε το πόλεμο του 1940 αλλά και τον εμφύλιο, τις στερήσεις, τη φτώχεια και τις κακουχίες. Κι εδώ επιτρέψτε μου να επισημάνω το φαινόμενο της κοινωνικοπολιτιστικης υπέρβασης της Λευκάδας κατά τη δεκαετία του 1950. Αναφερόμαστε λίγα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου αλλά και μετά το μεγάλο σεισμό του 1948 που έπληξε το νησί. Αβεβαιότητα, ρευστότητα, αγώνας για επιβίωση, μετανάστευση αλλά και αναζήτηση της χαμένης ταυτότητας συνέθεταν ενα θολό τοπίο. Η μικρή Λευκάδα βρήκε την ταυτότητα της στον πολιτισμό. Παρά τη φτώχεια και την εσωστρέφεια της επαρχίας.Η ιστορική 'Φιλαρμονική' με τις μοναδικές συναυλίες της. Ο μουσικοφιλογικός όμιλος 'Ορφέας' με τη χορωδία και τη μαντολινάτα με τον Νίκο Θάνο-Μορίνα αλλά και την Αγνή Μπάλτσα. Το παράρτημα του Εθνικού Ωδειου με την αείμνηστη φιλόλογο Νιτσα Παπαδάκη-Σταυρακα και τον βιρτουόζο βιολιστή Φώτη Βλάχο που προσφυώς του δόθηκε το προσωνύμιο 'Παγκανίνι'. Και φυσικά υπήρχαν στην κορύφωση τους οι περίφημες Γιορτές Λόγου και Τέχνης και στη συνέχεια το διεθνές φολκλορικό φεστιβάλ με τις οποίες η μικρή Λευκάδα έδωσε στο πανελλήνιο μαθήματα πολιτισμού. Φιλολογικά πρωινά και συναυλίες στο θρυλικό 'Πανθεον ' αλλά και στην κεντρική πλατεία. Μια έντονη πολιτιστική και πνευματική κίνηση που κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί οτι θα αναπτυσόνταν σε ενα φτωχό νησί-τον μικρότερο νομό της χώρας- μέσα σε τόσα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Ο εθελοντισμός και η συλλογικότητα ηταν αναπόσπαστα κομμάτια αυτής της εποχής. Και ο Σπύρος Φιλιππας-Πανάγος ηταν ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της.
Γεννήθηκε το 1906 στη Λευκάδα. Ήταν γιος του γιατρού και πολιτευτή Πέτρου Φιλιππα-Παναγου, πρωτεργάτη της συνεταιριστικής ιδέας στο νησί και ιδρυτή του ΤΑΟΛ. Απο μικρός έδειξε την κλίση του στην λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Αποφοιτώντας απο το γυμνάσιο Λευκάδας γράφθηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Η ποίηση -και ιδίως το σονέτο-ηταν η μεγάλη του αγάπη. Τυπωσε τις ποιητικές συλλογές ' Ελεύθερη Ψυχή' το 1945, 'Απ΄τον πόνο και πέρα' το 1948, 'Σοννέτα' το 1953. Επιλογή απο το ποιητικό του έργο ειναι το βιβλίο του 'Νικημένοι Πόνοι΄το οποίο εκδόθηκε το 1964. Επίσης το 1969 κυκλοφόρησε τη συλλογή με τοπικά ανέκδοτα με τίτλο 'Λευκαδίτικο Γέλιο'. Ασχολήθηκε και με το θέατρο. Εγραψε το 1948 'Εχει πατρίδα ο ερωτας; '' καθώς και την επιθεώρηση 'Σεισμός
και Ανοικοδόμηση' την ιδια χρονιά. Ο 'Σεισμός κι΄Ανοικοδομηση' ανέβηκε στο
'Πάνθεον' και είχε τεράστια επιτυχία αφού με χιουμοριστικό τρόπο αφηγούνταν
τα δεινά που άφησε στο διάβα του ο εγκέλαδος. Κι αυτή ηταν η ιδιαιτερότητα
των μπρανέλων. Το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, η διαφορετική προσέγγιση της
ζωής, ο ιδιορρυθμος τρόπος σκέψης. ''Η Λευκάς κύριε έχει 35000 ηθοποιούς'' απάντησε κάποτε στον Φρεντι Γερμανό όταν αυτός είχε μεινει έκπληκτος με το Λευκαδίτικο πνεύμα.Παράλληλα ο Σπύρος Φιλιππας-Πανάγος υπήρξε εκδότης και διευθυντής τοπικών εφημερίδων. Το 1935 τον συναντάμε στη 'ΦΩΝΗ' δισέλιδη σε μεγάλο σχήμα. Το 1952 εκδίδει την 'ΦΩΝΗ της ΛΕΥΚΑΔΑΣ' Η αγάπη στη Λευκάδα ηταν μοναδική. Διετέλεσε έπαρχος, πρόεδρος της Λιμενικής Επιτροπής, πρόεδρος στον Όρφέα' αλλά και στη Φιλαρμονική', πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου αλλά και υποψήφιος
δήμαρχος. Απο το γάμο του με την Κατερίνα Σκυριανού απέκτησε 4 παιδιά. Ανάμεσα τους και ο αείμνηστος ζωγράφος Πέτρος Φιλιππας-Πανάγος του οποίου οι ακουαρέλες με Λευκαδίτικα τοπία ειναι άξιες θαυμασμού. Αλλά και ο φίλος κιθαρίστας Μιχάλης, που τον ακούμε τα καλοκαιρινά μας βράδια στην ταβέρνα του 'Ρεγάντου' στη Λευκάδα.
Ήταν ενα σπάνιο ταλέντο. Και χαρακτηριστικός τύπος της παλιάς Λευκάδας Η ποίηση αποτέλεσε την ουσιαστική του ασχολία. Αλλά και την μεγάλη του αγάπη. Δεν ειναι άλλωστε τυχαίο που ο μεγάλος Λευκαδίτης ηθοποιός, και μαθητής του, ο Ηλίας Λογοθέτης έδωσε το εξετάσεις για ηθοποιός στη σχολή του Κάρολου Κούν με δυο μικρά ποιήματα του Παναγου, την ' Κόρη του Χατζή' και τη 'Ζήλεια':
'Θάναι πολύ μικρό το βουναλάκι μας,
λιγόφυλλα τα δέντρα του κι΄ανάρια,
χωρίς αηδόνια πάνω στα κλωνάρια,
και θα χωράει μόλις σπιτάκι μας...'
............................................................................
Κάθε του λέξη ένα κάλεσμα, εν' άγγελμα κι αγκάλιασμα μαζί. Κάθε του λέξη μια
γιορτή. Ενα προσκλητήριο στην αμόλυντη ομορφιά του νησιού μας, στους ανθρώπους του, στους αγρότες, στον έρωτα, στη ζωή.
Το αγαπημένο του ποίημα έχει το τίτλο 'Χωρίς τους άλλους':
'Βαρύ να ξέρεις μόνος σου πώς ζείς...
το βάρος μιάς ζωής να φέρνεις μόνος..
Χωρίς ιστούς αγάπης και στοργής...
Τα πόδια να σ΄ενώνουν με τη Γής...
Σε νού για σέ να μην υπάρχει θρόνος.
....................................................................
Ο ίδιος εγραψε: '' 'Πιστεύω στη ζωή και θαυμάζω την ομορφιά της. Δεν θεωρώ κυρίαρχο το πόνο. Μπορεί κ΄ευτυχία να γεννήσει η δοκιμασία του, σαν αντιμετωπισθεί θαρρετά απο το χρέος. '' 'Ο ποιητής πιστεύει στη δύναμη των λέξεων και στην αλήθειά τους, στο άψυχο υλικό που γίνεται έμψυχο, στην έκπληξη που εγκυμονεί το θαύμα. Εντυπωσιακή η ευαισθησία του με τα σονέτα σε επικήδειους. Εγραψε για το θάνατο του Λυκαδίτη ποιητή Δημήτρη Γολέμη:
'Αδικα δεν ετρίξαν οι σκαρμοί,
κι ούτε φυσήξαν μάταια οι ανέμοι.
Ετσι δεν πήγαν μήτε οι χαλασμοί
-με τα στοχειά του πελάγου οι πολέμοι.
.............................................................
Μονόξυλο, με σάβανο πανί
την έκανες την κλίνη τη στερνή
να πάς εκεί π΄αρχίζει ο ουρανός.
. Και δίχως χάρο διόλου να λογιάσεις
εμπόρεσες στ΄αλήθεια ζωντανός
τα σύνορα του κόσμου να περάσεις'''.
Αλλα και η Λευκαδολατρία του ειναι χαρακτηριστική στο έργο του. Εγραψε:
''Νησί, η γής σου
και οι γυιοι σου για μένα
ειναι ένα-
εσύ''.
Πολλά ειναι τα ποιήματα του για την κατοχή, για τον πόλεμο, για την πατρίδα, για τον άνθρωπο, τη μετανάστευση, για την αδικία. Για φίλους και συγγενείς που εχασε. Εκεί όμως που ξεδιπλώνει το ταλέντο του ειναι στο ποίημα του 'Αβάντι' οπου αποτυπώνει το αποκριάτικο ξεφάντωμα στην παλιά και φτωχή Λευκάδα:
'Όμορφο πάλι
το Καρναβάλι
θα το περάσουμε.
Και μέσ' στη ζάλη
κάθε μας χάλι
θα το ξεχάσουμε.
.........................
Λευκάδα, αφέντρα
σε πέντε κέντρα
καρναβαλίζεσαι.
Κι απο την πείνα
κανένα μήνα
θα βασανίζεσαι.
..................................................
ΝΕΑ ΣΑΠΦΩ
Του Λευκάτα αποσταμένα
τα γαλάζια τα νερά,
για 'να πάλεμα πιασμένα
με του βράχου τα πλευρά,
μια βαρκούλ' αργοκυλούνε
για να βγει σ' ακρογιαλιά,
κάποια νύφη που χρωστούνε
από χρόνια στη στεριά.
Ένας Φάων δικασμένος
σε μια μάταιη προσμονή,
εις το βράχο καθισμένος
την αγάπη του θρηνεί.
Κι η αγάπη συγχωρήτρα
ανεβαίνει στο βουνό,
να γενεί παρηγορήτρα
εις τον πόνο τον τρανό.
Τα πουλιά την χαιρετούνε,
σε χαρούμενο σκοπό,
κι όλα γύρω τραγουδούνε:
"Φάων", "Φάων", σ' αγαπώ!
Τώρα ο Κάβος δε βογγάει,
και τις νύχτες πώχουν φως,
λένε, ακούνε ν' αντιχάει
γέλιο ο βράχος της Σαπφώς!
Ποιος περίμενε το θάμα
πως στην ίδια τη σκηνή
το παλιό, τ' αρχαίο δράμα
ευτυχία θα γενεί!
-------------------------------------------------------------
Παντως θα ηταν λάθος να μην σταθώ και στην πληθωρική του προσωπικότητα. Ιδιοφυής, ετοιμόλογος, με σπάνια ευφράδεια, υπερήφανος, ισορροπιστής, με μοναδικό χιούμορ, καλοφαγάς, ευχάριστος συνομιλητής και με απέραντη μνήμη. Με αξιοθαύμαστη μιμητική ικανότητα. Και με δύναμη στη ψυχή του. Ενας αρχοντας. Πράος χαρακτήρας με φιλοσοφική διάθεση. Πιστευε οτι οι ιδέες και οι διαφορετικες αποψεις δεν πρέπει να χωρίζουν αλλα να ενώνουν τους ανθρώπους. Στη θέση της στείρας αντιπαράθεσης επέλεγε τον σαρκασμο. Αλλωστε ας μην ξεχνάμε οτι ο αυτοσαρκασμός ειναι το χαρακτηριστικο γνωρισμα των μπουρανέλων.
Θρυλικές εχουν μεινει οι διαλέξεις και τα ξενύχτια στου 'Μουτρούκαλη' στην παραλία της πόλης. Εδω ξενυχτούσε η ανήσυχη Λευκάδα της εποχής. Με φάρσες, μπιλιάρδο, καλαμπούρια, φιλοσοφικές συζητήσεις και με πρωταγωνιστή, πάντα, τον Σπύρο Φιλιππα-Πανάγο. Ακόμη και σήμερα οι ιστορίες που αφηγούνται οι νεότεροι ειναι απολαυστικες.
Ο Σπύρος Φιλιππας-Πανάγος πέθανε το 1973. Το τσιγάρο τον σκότωσε. 'Μια φορά το άναψα αλλά δεν το έσβησα ποτέ΄', ηταν η αφοπλιστική απάντηση που έδωσε στον γιατρό.
Έφυγε φτωχός. Φτωχός γιατί όλη του η ζωή ηταν μια προσφορά στα κοινά, στη Λευκάδα που τόσο αγαπούσε αλλά και στην ποίηση. Μένει όμως πλούσιος στις καρδιές μας για το μεγάλο συγγραφικό του έργο αλλά και τη μοναδική του προσωπικότητα. Κλείνω με ενα δικό του στίχο:
''Καλή για μάς η τύχη και για σένα
βοήθησε πολύ με την στοργή της
να ζείς και να πεθάνεις Λευκαδίτης''...
--------------------------------------------------------------------------------------------
ΥΓ:Προπολεμικά( αλλά και μεταπολεμικά) η συγκοινωνία Λευκαδας-Πειραιά γινόταν με πλοία, με ενδιάμεσους σταθμούς. Ο ''Γλάρος''΄, η ΄'Λουτσίντα'', το ''Πάτραι'' και η ΄Πύλαρος' ήταν ορισμένα απο τα πλοία που προσέγγιζαν την προβλήτα του λιμανιού ή αγκυροβολούσαν άροδο και η εξυπηρέτηση των επιβατών γινόταν με βάρκες. Εδώ έγινε στη δεκαετία του ' 50 (με το ΄Πάτραι΄') ενα δυστύχημα με ανατροπή βαρκας στο λιμάνι. Μεταξύ των επιβατών που έπεσαν στη θάλασσα ήταν και ο Σπύρος Φίλιππας-Πανάγος . Ο κυρ Σπύρος λοιπόν (οπως τον φώναζαν) αφηγείται στο θρυλικό στέκι στου Μουτρούκαλη την περιπέτεια που έζησε, μέσα στο καταχείμωνο, όταν με βαρκα προσπάθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο (που ήταν αγκυροβολημένο στη μεση του λιμανιού) αλλά ενα ξαφνικό μπουρίνι την ανέτρεψε και έπεσαν όλοι μαζί με τα μπαγκάζια στη θάλασσα(σσ μάλιστα είχαμε και νεκρό). Ο κυρ Σπύρος με το ενα χέρι κρατούσε μια μικρή τσάντα - οπου μέσα είχε και τα ποιήματα του και πήγαινε στην Αθήνα για να τα εκδώσει. Έτσι για να μην πνιγεί με το ενα χέρι κρατούσε υπό μάλης την δερμάτινη τσάντα(που μάλιστα είχε δανειστεί) και με το άλλο κολυμπούσε απεγνωσμένα ώστε να πιαστεί απο ενα κουπί της βαρκας που επέπλεε.
-''Αστραπές, βροντές, κύματα προσπαθώ να πιαστώ και να μην πνιγώ, κρατάω και την τσάντα και δος του '''', αφηγούνταν με παραστατικό τρόπο ο κυρ Σπύρος την φοβερή εμπειρια του, βάζοντας για χάριν της αφήγησης και την υπερβολή. Και οπως ήταν εκφραστικός έκανε με τα χέρια του τις κινήσεις.
- 'Κυρ Σπύρο η τσάντα τι είχε μέσα'', τον διέκοψε ο Φιλος (Θεόφιλος) ο Μπάλτσας(σσ ο πατέρας της διάσημης μετζοσοπράνο Αγνής);;;
---Και δίνω μια απλωτή με το ενα χερι, συνέχισε ο κυρ Σπύρος, αστραπές, βροντές, χαμός. Λες και ήμουν χαμένος στον ωκεανό. Κολυμπούσα με το ενα χέρι και με το άλλο κρατούσα τη τσάντα. Παναγια Φανερωμένη βόηθα!!!
- ''Κυρ Σπύρο η τσάντα τι είχε μέσα'', τον διέκοψε, πάλι, ο Φιλος ο Μπάλτσας.
Τότε σηκώνεται εξαγριωμένος ο Παναγος και με θυμό-αλλά και με υποτιμητικό ύφος- του λέει:
--'' Όχι Μωρε π.... δεν σου λέω. ΅Εγώ πνίγομαι και εσύ με ρωτάς τι είχε μέσα
η τσάντα''!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου