ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ-ΚΑΛΗ
ΧΡΟΝΙΑ
ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ
-Μπα, μπα, μαρή, κιο παραγίν’κε το κακό τση… Αυτήν δεν είναι «διάνα», χριστιανή μ’, είναι ξεπατωμός, ο Θέος να με σ’χωρέσει…
-Έλα, μαρή τσάτσα κι η αφεντιά σ’, τώρα!… Εγέρασες και σ’ αμποδάν’ ούλα! Ε, νύχτα που ‘ναι, το ρίχτ’ και τσότσο όξ’ ο κόσμος, να ξεδώκ’ ο νους του… -Τσώπα, καημένε, π’ θα μ’ τσου διαφεντέψ’ς κιόλας, δε ντρέπονται και δε σ’καίνονται, λέου ‘γώ… Και καλά οι κονσόλ’, εκείν’ οι άλλ’ όμως, ν’κοκυραίοι ανθρώπ’; Αυτοίν’ κάν’νε τα χ’ρότερα. Μόλ’ς βγει στ’ (μ)πιάτσα η μουζ’κή, πιάνονται αλαμπρατσέτο ούλ’ αντάμα, απ’ τα’ ναι πάντα του δρόμου στ’ν άλλ’ και με το «παραπάμ-παμ-παμ, παραπάμ-παμ-παμ» τση Διάνας, αρχ’νάνε εκειούς τσου σάλτους και τα’ αμποξίδια, π’ όγοιος βρεθεί μπροστά τσου πάει, τονε γκρεμίσανε, μαγάρι να ‘ναι κι εκατό χρονώνε. Άσε πάλε εκειές τσι καλότ’χες τσι κ’τσούνες, π’ όσες μείν’νε απούλ’τες, τσι πέρν’νε οι κονσόλ’ και τσι πετάνε ταψήλου κι όγοινε χριστιανό λάβ’νε πέφτοντας στο κεφάλ’ του, τον αφ΄ήν’νε καντάδο. -Κι εσύ πάλε, χριστιανή μου, μη (μ)παγαίνεις μπροστά τσου, σα (γ)και να ‘σαι κάνα τζόβενο, να μη σε γκρεμίζ’νε.
-Τι μ’ τσαμπ’νάς αυτού, μαρή ζουρλή; Ποιος πάει μπροστά τσου; Άλλ’ πρεμούρα δεν έχω, παρά να πάου μπροστά στου βουρλσμέν’ς!… Αλλά, μπορώ δα, να μη (γ)κάμω και τ’ στραβομάρα μου; Σ’κώθ’κα η καψερή τα’ν ώρα που γύρ’ζε το ταμπουρλάκι, ντύθηκα και χαζίρεψα το καντήλ’ μου. Έπλ’να τα’ (γ)κούπα του, τα’ άλλαξα τα’ (γ)καντηλήθρα και τόστριψα καινούρια φ’τίλια και πήρα το μαστραπά μου να πάου στ’ «Διάνα» να πάρω τα’ «αμίλ’το νερό» και τη (γ)κ’τσούνα μ’ και να γυρίσω δελόγκου στ’ μαγκουφιά μ’. Σ’λογίστ’κα όμως να πάρω καλύτερα τα’ λαΐνα μου. Βάνω, λέου, στο καντήλ’ μου, ραντίζω και το σπίτ’ κι όσο περ’σέψ’ το ‘χω για τα’ν αυγή, να μη ματαβγαίνω. Όμως, όχι, λέει, δε σ’ αφήν’νε οι κονσόλ’ ν’ αγιάσ’ς… Πάου, π’ λες, στο παζάρι, εδεκεί στη «βρύσ’ τ’ Αρέθα» και τα’ν ώρα π’ διάβαιν’ η μουζ’κή, απ’θώνω τα’ λαΐνα μου να γιομόσ’. Απάν’ στ’ν ώρα μ’ πετιέται, τση μαύρ’ς, ένας κόνσολας, τα’ν αρπάζ’ αλέστα κι αρχινάει τα κοσάκια και τσου σάλτους μπροστά απ’ τ’ «διάνα». Πάου κι εγώ η κακοφούρτ’νη από κοντά του και με σένια (δεν έκανε να κρίνω βλέπ’ς, για το δόλιο τ’ αμίλ’το νερό) το (μ)παρακαλάου να μ’ τ’νε δώκ’. Ναι, κυρά μ’… στο νου το ‘χε ο παλιόμ’λος. Με τυράγν’σε ίσαμ’ απάν’ στα «Χάβρ’κα» κι εδεκεί κάν’ ότ’ θα μ’ τ’νε δώκ’. Απλώνω το χέρ’ η καψερή να (ν)τ’ (μ)πάρω. Εκειός ο αγγελοκρουσμένος όμως τσι δίν’ ναι ταψήλου και πέφτ’ και γίν’κε τρίψαλα. Oραντίς κι είδα τέτοι πράμα, μούρτε τσαβαριαμέντο τσι πολύπαθ’ς κι αν’ξα κι εγώ το στόμα μ’ και δεν ήξερα τι έλεγε. «Μπα, π’ να μη σ’ εύρει ο άλλος χρόνος, παλιόμ’λε. Π’ να σε φάει κακό μαύρο χτικιό, αχρόνιαστε… Ν’ ακούσω γλήγορα τ’ απόφωνά σου… Π’ όπως μ’ αγγούσεψες απόψε, να σε σπαβεντάρ’ η Κυρά Φανερωμένη». Μωρέ… θα (ν)τόλεγα κι άλλα, αλλά, όπως στεκόμ’να στ’ μέσ’ στο παζάρ’ κι ερχόνταν’ ούλ’ εκείν’ η τσέτα, αλαμπρατσέτα, με τα σαλτίδια τση και τα’ αμποξές τση, μ’ δίν’ ναι και με πετάει μέσ’ στ’ αυλάκι ξερή… Κι έμ’να εδεκεί, ίσαμε π’ διάβ’κε «παραπάμ-παμ-παμ, παραπάμ-παμ-παμ» η μουζ’κή κι ούουουουλο κειό το πόπολο που τα’ν ακ’λούθαγε και στα στερνά κι ο Σταύρος, σαλτέρνοντας κι η αφεντιά τα’, με τα’ (γ)κόφα του παραμάσκαλα, γκαρίζοντας: «κ’τσούνεεεες…».
-Σπολλάτη, μαρή τσάτσα… Να ‘σαι και του χρόν’ καλά, να λες…
-Εεεε… Δεν είπα δα και τίποτσι…
του Παναγιώτη Τ. Ματαφιά (Νότη Μπρανέλου), Απ’ τον Αη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε, Αθήνα 1992, σελ. 17-18.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------.
-Οι κουτσούνες:Κουτσούνες λέγονται οι αγριοκρεμμύδες. Θεωρούνται σύμβολα τύχης. Παιδιά -και όχι μόνο- ξεριζώνουν κουτσούνες απ’ τις εξοχές της Χώρας και των χωριών και τις πηγαίνουν στα σπίτια τους ή τις πουλάνε. Στα χωριά τις έβαζαν στο κατώι, πάνω σε μια καπάσα ή ένα βαένι με λάδι ή τις κρεμούσαν σ’ ένα πατωμάτερο. Στη χώρα τις τοποθετούσαν στην κουζίνα.
-Η βασιλόπιτα:Το καθιερωμένο γλύκισμα των ημερών και το παραδοσιακό λευκαδίτικο γλυκό, το ταιριαστό σε κάθε περίσταση: η λαδόπιτα, ή κουσμερή, που την Πρωτοχρονιά λέγεται «βασιλόπιτα». Οι λαδόπιτες ήταν μελόπιτες (με μέλι), ζαχαρόπιτες (με ζάχαρη) ή πετιμεζόπιτες (με πετιμέζι, δηλ. σιρόπι βρασμένου μούστου). Την έκοβε ο αρχηγός της οικογένειας το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Έκοβε πρώτα ένα κομμάτι για τον Χριστό, ύστερα της Παναγίας, του Αγ. Βασιλείου και για κάθε μέλος της οικογένειας. Όποιος πετύχει στο κομμάτι του το κρυμμένο φλουρί, θα’ ναι ο καλότυχος της χρονιάς.
-Τα κάλαντα;«Το πρωί της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές τους έδιναν, για το καλό, χρήματα, πίτα κ.ά. φιλέματα. Στη χώρα έβγαιναν την παραμονή, μα όχι μόνο παιδιά. Γύριζαν και οι μεγάλοι. Έτσι, οι ψαράδες των παραλιακών συνοικιών έφκιαναν μια μικρή βάρκα, τη φώτιζαν, την στόλιζαν όμορφα και κρατώντας την στα χέρια, έψαλαν τα κάλαντα. Μπροστά πήγαινε ο αρχηγός των καλαντάρηδων μ’ ένα πορτοκάλι στα χέρια, που συνήθως το τοποθετούσαν μέσα σε πιατέλο στρωμένο με κεντητό πετσετάκι. Μαζί τους είχαν κι ένα φωνόγραφο «για να τα λέει μελωδικά!». Χτυπούσαν τις πόρτες κι έλεγαν: «Να τα πούμε;»-«Πέστε τα, ψυχούλα μου», ακουόταν η απάντηση από μέσα.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
Βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει:
-Βασίλη μ’, πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
-Από το σπίτι μ’ έρχομαι και στο σκολειό πηγαίνω.
-Βασίλη, αν ξέρεις γράμματα, πες μας την Άλφα-Βήτα
Και στο ραβδί του ακούμπησε να πει την Άλφα-Βήτα.
Μα το ραβδί του ήταν ξερό και εβλάστησε κλωνάρια
Και στα κλωνάρια εκάθονταν πουλιά και κελαηδούσαν
Και τα εβλόγαε ο Χριστός, Χριστός και Παναγιά.
Και του χρόνου νάσαστε όλοι καλά!.
-Η Διάνα:Η «Διάνα» είναι πρωτοχρονιάτικο έθιμο της χώρας. Πρόκειται μάλλον για κατάλοιπο της Ενετοκρατίας. Ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, γύρω στις 4.π.μ., έβγαινε η μπάντα της Φιλαρμονικής και γύριζε μέσα στην πόλη παίζοντας το «εωθινό» και τα κάλαντα, μέχρι να ξημερώσει. Τα παλιότερα χρόνια τη «Διάνα» ακολούθαγαν σχεδόν όλοι οι Λευκαδίτες, με πρωταγωνιστές τους ντορατζήδες, που με τις εύθυμες φάρσες τους προκαλούσαν μεγάλο φαρομανητό.
Ο Παν. Ματαφιάς εικάζει ότι το όνομα της «Διάνας» προέρχεται απ’ την ιταλική λέξη Diana, που σημαίνει Αυγερινός και εγερτήριο, το χρονικό διάστημα μεταξύ 4 και 8 π.μ. μια και οι ώρες αυτές συμπίπτουν με τις ώρες που τελείται η πρωτοχρονιάτικη Διάνα. Να σημειωθεί εδώ ότι ενώ η Φιλαρμονική σήμερα βγαίνει αργότερα, διάφορες παρέες, αναβιώνουν τη «Διάνα», προκαλούν στο πέρασμα τους βιβλική καταστροφή, ακόμη και σε περίπτερα κ.ά. καταστήματα του Παζαριού. Νομίζω πάντως ότι ανάμεσα στις καλοστημένες φάρσες και τους βανδαλισμούς υπάρχει μεγάλη διαφορά.
-Το αμίλητο νερό:Την ώρα που γινόταν η Διάνα, οι νοικοκυρές έπρεπε να σηκωθούν και να πάρουν απ’ τις διάφορες βρύσες της χώρας το «αμίλητο νερό». Αυτή που θα το’ παιρνε, έπρεπε να μην μιλήσει καθόλου από τη στιγμή που θα’ βγαινε απ’ το σπίτι ώσπου να επιστρέψει. Με το νερό αυτό, οι νοικοκυρές γέμιζαν το ανανεωμένο καντήλι στο εικονοστάσι, ραντίζοντας τις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, ψιθυρίζοντας ευχές για να τους πάει καλά ο καινούριος χρόνος. Για να τις πειράξουν οι «κονσόλοι», πολλές φορές έσπαγαν τα αγγειά των γυναικών για να τις προκαλέσουν να μιλήσουν. Όσες άντεχαν στον πειρασμό, γύριζαν αμίλητες στο σπίτι για να πάρουν καινούριο δοχείο. Με την λειτουργία, γίνονται επισκέψεις στα συγγενικά σπίτια ή στους αναδεχτούς και οι νοικοκυραίοι κάνουν την στρούνα (μπουναμά), για το καλό.Παλιότερα πρόσεχαν πολύ το ποδαρικό, δηλ. ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους. Πολλές φορές καλούν παιδιά ή όποιους θεωρούν καλοΐσκιωτους για να τους κάνουν ποδαρικό, με το σχετικό φιλοδώρημα. Εννοείται ότι αποφεύγουν αυτούς που θεωρούν γρουσούζηδες. Τέλος, χαρακτηριστικό των ημερών είναι το χαρτοπαίγνιο, για το καλό κι αυτό (!!!), που μπορεί να αφορά μικροποσά, μπορεί όμως να πρόκειται και για αρκετά χρήματα.
ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ
-Μπα, μπα, μαρή, κιο παραγίν’κε το κακό τση… Αυτήν δεν είναι «διάνα», χριστιανή μ’, είναι ξεπατωμός, ο Θέος να με σ’χωρέσει…
-Έλα, μαρή τσάτσα κι η αφεντιά σ’, τώρα!… Εγέρασες και σ’ αμποδάν’ ούλα! Ε, νύχτα που ‘ναι, το ρίχτ’ και τσότσο όξ’ ο κόσμος, να ξεδώκ’ ο νους του… -Τσώπα, καημένε, π’ θα μ’ τσου διαφεντέψ’ς κιόλας, δε ντρέπονται και δε σ’καίνονται, λέου ‘γώ… Και καλά οι κονσόλ’, εκείν’ οι άλλ’ όμως, ν’κοκυραίοι ανθρώπ’; Αυτοίν’ κάν’νε τα χ’ρότερα. Μόλ’ς βγει στ’ (μ)πιάτσα η μουζ’κή, πιάνονται αλαμπρατσέτο ούλ’ αντάμα, απ’ τα’ ναι πάντα του δρόμου στ’ν άλλ’ και με το «παραπάμ-παμ-παμ, παραπάμ-παμ-παμ» τση Διάνας, αρχ’νάνε εκειούς τσου σάλτους και τα’ αμποξίδια, π’ όγοιος βρεθεί μπροστά τσου πάει, τονε γκρεμίσανε, μαγάρι να ‘ναι κι εκατό χρονώνε. Άσε πάλε εκειές τσι καλότ’χες τσι κ’τσούνες, π’ όσες μείν’νε απούλ’τες, τσι πέρν’νε οι κονσόλ’ και τσι πετάνε ταψήλου κι όγοινε χριστιανό λάβ’νε πέφτοντας στο κεφάλ’ του, τον αφ΄ήν’νε καντάδο. -Κι εσύ πάλε, χριστιανή μου, μη (μ)παγαίνεις μπροστά τσου, σα (γ)και να ‘σαι κάνα τζόβενο, να μη σε γκρεμίζ’νε.
-Τι μ’ τσαμπ’νάς αυτού, μαρή ζουρλή; Ποιος πάει μπροστά τσου; Άλλ’ πρεμούρα δεν έχω, παρά να πάου μπροστά στου βουρλσμέν’ς!… Αλλά, μπορώ δα, να μη (γ)κάμω και τ’ στραβομάρα μου; Σ’κώθ’κα η καψερή τα’ν ώρα που γύρ’ζε το ταμπουρλάκι, ντύθηκα και χαζίρεψα το καντήλ’ μου. Έπλ’να τα’ (γ)κούπα του, τα’ άλλαξα τα’ (γ)καντηλήθρα και τόστριψα καινούρια φ’τίλια και πήρα το μαστραπά μου να πάου στ’ «Διάνα» να πάρω τα’ «αμίλ’το νερό» και τη (γ)κ’τσούνα μ’ και να γυρίσω δελόγκου στ’ μαγκουφιά μ’. Σ’λογίστ’κα όμως να πάρω καλύτερα τα’ λαΐνα μου. Βάνω, λέου, στο καντήλ’ μου, ραντίζω και το σπίτ’ κι όσο περ’σέψ’ το ‘χω για τα’ν αυγή, να μη ματαβγαίνω. Όμως, όχι, λέει, δε σ’ αφήν’νε οι κονσόλ’ ν’ αγιάσ’ς… Πάου, π’ λες, στο παζάρι, εδεκεί στη «βρύσ’ τ’ Αρέθα» και τα’ν ώρα π’ διάβαιν’ η μουζ’κή, απ’θώνω τα’ λαΐνα μου να γιομόσ’. Απάν’ στ’ν ώρα μ’ πετιέται, τση μαύρ’ς, ένας κόνσολας, τα’ν αρπάζ’ αλέστα κι αρχινάει τα κοσάκια και τσου σάλτους μπροστά απ’ τ’ «διάνα». Πάου κι εγώ η κακοφούρτ’νη από κοντά του και με σένια (δεν έκανε να κρίνω βλέπ’ς, για το δόλιο τ’ αμίλ’το νερό) το (μ)παρακαλάου να μ’ τ’νε δώκ’. Ναι, κυρά μ’… στο νου το ‘χε ο παλιόμ’λος. Με τυράγν’σε ίσαμ’ απάν’ στα «Χάβρ’κα» κι εδεκεί κάν’ ότ’ θα μ’ τ’νε δώκ’. Απλώνω το χέρ’ η καψερή να (ν)τ’ (μ)πάρω. Εκειός ο αγγελοκρουσμένος όμως τσι δίν’ ναι ταψήλου και πέφτ’ και γίν’κε τρίψαλα. Oραντίς κι είδα τέτοι πράμα, μούρτε τσαβαριαμέντο τσι πολύπαθ’ς κι αν’ξα κι εγώ το στόμα μ’ και δεν ήξερα τι έλεγε. «Μπα, π’ να μη σ’ εύρει ο άλλος χρόνος, παλιόμ’λε. Π’ να σε φάει κακό μαύρο χτικιό, αχρόνιαστε… Ν’ ακούσω γλήγορα τ’ απόφωνά σου… Π’ όπως μ’ αγγούσεψες απόψε, να σε σπαβεντάρ’ η Κυρά Φανερωμένη». Μωρέ… θα (ν)τόλεγα κι άλλα, αλλά, όπως στεκόμ’να στ’ μέσ’ στο παζάρ’ κι ερχόνταν’ ούλ’ εκείν’ η τσέτα, αλαμπρατσέτα, με τα σαλτίδια τση και τα’ αμποξές τση, μ’ δίν’ ναι και με πετάει μέσ’ στ’ αυλάκι ξερή… Κι έμ’να εδεκεί, ίσαμε π’ διάβ’κε «παραπάμ-παμ-παμ, παραπάμ-παμ-παμ» η μουζ’κή κι ούουουουλο κειό το πόπολο που τα’ν ακ’λούθαγε και στα στερνά κι ο Σταύρος, σαλτέρνοντας κι η αφεντιά τα’, με τα’ (γ)κόφα του παραμάσκαλα, γκαρίζοντας: «κ’τσούνεεεες…».
-Σπολλάτη, μαρή τσάτσα… Να ‘σαι και του χρόν’ καλά, να λες…
-Εεεε… Δεν είπα δα και τίποτσι…
του Παναγιώτη Τ. Ματαφιά (Νότη Μπρανέλου), Απ’ τον Αη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε, Αθήνα 1992, σελ. 17-18.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------.
-Οι κουτσούνες:Κουτσούνες λέγονται οι αγριοκρεμμύδες. Θεωρούνται σύμβολα τύχης. Παιδιά -και όχι μόνο- ξεριζώνουν κουτσούνες απ’ τις εξοχές της Χώρας και των χωριών και τις πηγαίνουν στα σπίτια τους ή τις πουλάνε. Στα χωριά τις έβαζαν στο κατώι, πάνω σε μια καπάσα ή ένα βαένι με λάδι ή τις κρεμούσαν σ’ ένα πατωμάτερο. Στη χώρα τις τοποθετούσαν στην κουζίνα.
-Η βασιλόπιτα:Το καθιερωμένο γλύκισμα των ημερών και το παραδοσιακό λευκαδίτικο γλυκό, το ταιριαστό σε κάθε περίσταση: η λαδόπιτα, ή κουσμερή, που την Πρωτοχρονιά λέγεται «βασιλόπιτα». Οι λαδόπιτες ήταν μελόπιτες (με μέλι), ζαχαρόπιτες (με ζάχαρη) ή πετιμεζόπιτες (με πετιμέζι, δηλ. σιρόπι βρασμένου μούστου). Την έκοβε ο αρχηγός της οικογένειας το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Έκοβε πρώτα ένα κομμάτι για τον Χριστό, ύστερα της Παναγίας, του Αγ. Βασιλείου και για κάθε μέλος της οικογένειας. Όποιος πετύχει στο κομμάτι του το κρυμμένο φλουρί, θα’ ναι ο καλότυχος της χρονιάς.
-Τα κάλαντα;«Το πρωί της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές τους έδιναν, για το καλό, χρήματα, πίτα κ.ά. φιλέματα. Στη χώρα έβγαιναν την παραμονή, μα όχι μόνο παιδιά. Γύριζαν και οι μεγάλοι. Έτσι, οι ψαράδες των παραλιακών συνοικιών έφκιαναν μια μικρή βάρκα, τη φώτιζαν, την στόλιζαν όμορφα και κρατώντας την στα χέρια, έψαλαν τα κάλαντα. Μπροστά πήγαινε ο αρχηγός των καλαντάρηδων μ’ ένα πορτοκάλι στα χέρια, που συνήθως το τοποθετούσαν μέσα σε πιατέλο στρωμένο με κεντητό πετσετάκι. Μαζί τους είχαν κι ένα φωνόγραφο «για να τα λέει μελωδικά!». Χτυπούσαν τις πόρτες κι έλεγαν: «Να τα πούμε;»-«Πέστε τα, ψυχούλα μου», ακουόταν η απάντηση από μέσα.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
Βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει:
-Βασίλη μ’, πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
-Από το σπίτι μ’ έρχομαι και στο σκολειό πηγαίνω.
-Βασίλη, αν ξέρεις γράμματα, πες μας την Άλφα-Βήτα
Και στο ραβδί του ακούμπησε να πει την Άλφα-Βήτα.
Μα το ραβδί του ήταν ξερό και εβλάστησε κλωνάρια
Και στα κλωνάρια εκάθονταν πουλιά και κελαηδούσαν
Και τα εβλόγαε ο Χριστός, Χριστός και Παναγιά.
Και του χρόνου νάσαστε όλοι καλά!.
-Η Διάνα:Η «Διάνα» είναι πρωτοχρονιάτικο έθιμο της χώρας. Πρόκειται μάλλον για κατάλοιπο της Ενετοκρατίας. Ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, γύρω στις 4.π.μ., έβγαινε η μπάντα της Φιλαρμονικής και γύριζε μέσα στην πόλη παίζοντας το «εωθινό» και τα κάλαντα, μέχρι να ξημερώσει. Τα παλιότερα χρόνια τη «Διάνα» ακολούθαγαν σχεδόν όλοι οι Λευκαδίτες, με πρωταγωνιστές τους ντορατζήδες, που με τις εύθυμες φάρσες τους προκαλούσαν μεγάλο φαρομανητό.
Ο Παν. Ματαφιάς εικάζει ότι το όνομα της «Διάνας» προέρχεται απ’ την ιταλική λέξη Diana, που σημαίνει Αυγερινός και εγερτήριο, το χρονικό διάστημα μεταξύ 4 και 8 π.μ. μια και οι ώρες αυτές συμπίπτουν με τις ώρες που τελείται η πρωτοχρονιάτικη Διάνα. Να σημειωθεί εδώ ότι ενώ η Φιλαρμονική σήμερα βγαίνει αργότερα, διάφορες παρέες, αναβιώνουν τη «Διάνα», προκαλούν στο πέρασμα τους βιβλική καταστροφή, ακόμη και σε περίπτερα κ.ά. καταστήματα του Παζαριού. Νομίζω πάντως ότι ανάμεσα στις καλοστημένες φάρσες και τους βανδαλισμούς υπάρχει μεγάλη διαφορά.
-Το αμίλητο νερό:Την ώρα που γινόταν η Διάνα, οι νοικοκυρές έπρεπε να σηκωθούν και να πάρουν απ’ τις διάφορες βρύσες της χώρας το «αμίλητο νερό». Αυτή που θα το’ παιρνε, έπρεπε να μην μιλήσει καθόλου από τη στιγμή που θα’ βγαινε απ’ το σπίτι ώσπου να επιστρέψει. Με το νερό αυτό, οι νοικοκυρές γέμιζαν το ανανεωμένο καντήλι στο εικονοστάσι, ραντίζοντας τις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, ψιθυρίζοντας ευχές για να τους πάει καλά ο καινούριος χρόνος. Για να τις πειράξουν οι «κονσόλοι», πολλές φορές έσπαγαν τα αγγειά των γυναικών για να τις προκαλέσουν να μιλήσουν. Όσες άντεχαν στον πειρασμό, γύριζαν αμίλητες στο σπίτι για να πάρουν καινούριο δοχείο. Με την λειτουργία, γίνονται επισκέψεις στα συγγενικά σπίτια ή στους αναδεχτούς και οι νοικοκυραίοι κάνουν την στρούνα (μπουναμά), για το καλό.Παλιότερα πρόσεχαν πολύ το ποδαρικό, δηλ. ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους. Πολλές φορές καλούν παιδιά ή όποιους θεωρούν καλοΐσκιωτους για να τους κάνουν ποδαρικό, με το σχετικό φιλοδώρημα. Εννοείται ότι αποφεύγουν αυτούς που θεωρούν γρουσούζηδες. Τέλος, χαρακτηριστικό των ημερών είναι το χαρτοπαίγνιο, για το καλό κι αυτό (!!!), που μπορεί να αφορά μικροποσά, μπορεί όμως να πρόκειται και για αρκετά χρήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου