ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
του ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ
Μπήκε στο σταθμό του
Συντάγματος.Στο μετρό υπήρχε το
αδιαχώρητο.Ο ενας πάνω στον αλλον.Ηταν ψηλή, επιβλητική μελαχρινή.Βαμμένη
απαλά, με αμυγδαλωτά, εκφραστικά μάτια και τοξωτά φρύδια.Φορούσε πέτσινη μίνι φούστα και ημίψηλα μποτάκια.Ενα μαντίλι φούξια προσπαθούσε να καλύψει το ντεκολτέ της.Ακόμη και η προκλητική σχισμή στα
στήθη της σου έδινε την εντύπωση
ότι αυτή η γυναίκα μ πήκε σε λάθος μεταφορικό μέσο.Καταλάβαινα την αναπνοή
της.Στο σταθμό της Ακρόπολης από αμηχανία άρχισε να παίζει με τα
κουμπιά του κινητού της.Τα δάχτυλα της, το χέρι της, το σώμα της μπορούσες να τα θαυμάζεις με τις ώρες.
Προσπάθησα να αποσπάσω
την προσοχή βγάζοντας τα γυαλιά μου.Οχι δά πώς είμαι όμορφος αλλά ολοι μέσα μας έχουμε την αυταπάτη ότι κάποια
όμορφη γυναίκα μπορεί να μας προσέξει.Με κοίταξε λοξά με την άκρη των
ματιών της.Ηξερε ότι οι γύρω της την θαύμαζαν.Και ένιωθε αμήχανα.Στο σταθμό του Φίξ κάποιοι επιβάτες έφυγαν.Ακούμπησε
τον ώμο της σε μία γωνία,
σταυρώνοντας τις μπότες της.Ηταν χάρμα ιδέσθαι.Μέσα μου έκανα διάφορες σκέψεις.Και ας μη μου έδινε
προσοχή.Σκέφτηκα,λέει, πως με πλησίασε και μου
έγραψε πάνω στο εισιτήριο το
τηλέφωνό της.Μετά μού πέρασε από το
μυαλό ότι ξαφνικά μου χαμογέλασε και μου έκλεισε το μάτι, την έπιασα από το χέρι και φύγαμε
μέσα στις γιορτές σε ένα χιονισμένο
βουνό.Κι ενώ ονειρευόμουν, το μετρό έφθασε στη
Δάφνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου