πίνακας του Θεμ.Καρφάκη
O Αυθέντης Λευκάδος Γρατιανός Τζώρτζης και η εξέγερση των χωρικών το 1357 (Κάρολος Χοπφ – Ιωάννης Ρωμανός) .«- Πούθε κατάγεσαι μωρέ;
Εδώθε… Σφακισάνος.
- Κ’ εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Τζώρτζης ο Γρατζιάνος,
αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Αυτό το χώμα, που πατώ, οι πέτραις, τα νερά σου,
ήμερο κι’ άγριο κλαρί, τ’ αγέρι σου, η ψυχή σου
όλα δικά μου, μάθε το. Βουνού και λόγγου αγρίμι,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
είτ’ έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι,
το διαβατάρικο πουλί σ’ εμέ μονάχ’ ανήκει
κι’ αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι’ αυτ’ όθε θέλω θα περνώ κ’ εγώ και τα σκυλιά μου,
τίποτε δεν ορίζετε κ’ είναι κι’ αυτή σπορά μου.
Κι’ ούτ’ άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύη τώνομα και την κληρονομιά της!»
Έτσι περιγράφει ο Βαλαωρίτης, τη συνάντηση του ήρωά του Φωτεινού, σύμβολο της εξέγερσης του 1357 των χωρικών της Λευκάδας εναντίον των Φράγκων, με τον Αυθέντη Λευκάδος Γρατιανό Τζώρτζη. Ο Γρατιανός Τζώρτζης καταγόταν από τον επίσημο ευγενή οίκο των Zorgi (Γεωργίων) της Ενετίας. Διοικούσε τη Λευκάδα από το 1355 ή ίσως πιθανότερο από το 1343, στην αρχή ως αντιπρόσωπος του φεουδάρχη Βάλτερου (Ουαλτέριος κατά τον Χοπφ-Ρωμανό) Βριέννιου και κατόπιν από το 1355 ως κύριος του νησιού, ανταμειβόμενος από τον Βάλτερο για τις προς αυτόν παρασχεθείσες εκδουλεύσεις. «… Τούτου ένεκεν ο Δουξ (σημ.: ο Βάλτερος) τω έτει τω προηγηθέντι της τελευτής αυτού, τη 18 Οκτωβρίου 1355 εν Παρισίοις παρεχώρησε τω Γρατιανώ και τοις απογόνοις αυτού την χωροδεσποτείαν απάσης της νήσου Λευκάδος και του φρουρίου της Αγίας Μαύρας εφ’ όρω να επικουρή τω Δουκί και τοις κληρονόμοις αυτού…». Ο Γρατιανός διοικούσε το φέουδό του από το κάστρο της Αγίας Μαύρας όπου έμενε με τον αδελφό του Νικόλαο και το γιο του Βερνάρδο. Ο Καθηγητής Κάρολος Χοπφ (Hoprf, Carl Hermann Friedrich Johann, 1832-1873) στην Ιστορική Πραγματεία του «Γρατιανός Ζώρζης – Αυθέντης Λευκάδος», που μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Ιωάννη Ρωμανό (1836-1892) και εκδόθηκε στην Κέρκυρα το 1870 στο τυπογραφείο Ιωνία των αδελφών Κάων, περιγράφει ως εξής τα γεγονότα της εξέγερσης των χωρικών:
«… Τότε πρώτον απέβη κρίσιμος η θέσις αυτού (σημ.: εννοεί το Γρατιανό Τζώρτζη), ότε ο μεν Νικηφόρος, υιός του παλατίνου Κόμητος Ιωάννου, ενόπλω χειρί επανέκαμπτεν εκ Κωνσταντινουπόλεως προς ανάκτησιν της εαυτού Δεσποτείας, οι δε Αλβανοί προσωτέρω προήλαυνον, στρατηγούντος Καρόλου Θωπίου, επικαλούντος εαυτόν de domo Franciae, ούσης της μητρός αυτού νόθου τινός εκ του της Νεαπόλεως οίκου. Τούτων ένεκεν απετάθη εις Ενετίαν, ικετεύων ίνα κελεύσωσι προς τον Μοίραρχον του κόλπου να προσορμισθή εις τους λιμένας της Λευκάδος κατά τιν εις Ανατολήν διάπλουν, επί υποσχέσει χορηγήσεως 1000 μοδίων σίτου προς διατροφήν αυτού, δεόμενος εν ταυτώ ίν’ ανακηρύξωσιν εαυτόν πολίτην Ενετόν προς μείζονα από των πειρατών σκέπην. Η Σύγκλητος ασμένως εδέχθη τη 28 Ιανουαρίου 1357 την προσφοράν ταύτην, αναθείσα τον προσδιορισμόν της ποσότητος των προσενεκτέων σιτηρών εις τον Μοίραρχον του κόλπου. Αλλ’ ότε ο Πέτρος Σορέντζος, περιβεβλημένος το αξίωμα τούτο, ήλθε τη 5 Μαΐου εις το φρούριον της Αγίας Μαύρας και απήτησε τα υποσχεθέντα σιτηρά, παρά προσδοκίαν ουδέν εύρε. Διότι κατά τον Μάρτιον μήνα οι υπήκοοι του Γρατιανού, διεγειρόμενοι παρά του Νικηφόρου και του νεωστί αναγορευθέντος παλατίνου Κόμητος Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Λεονάρδου Α’ του εκ Τόκκων -επ’ αυτώ τούτω αναδειχθέντος τότε υπό Ροβέρτου της Αχαΐας- επανεστάτησαν κατ’ αυτού, ωχυρώθησαν εν τη ακροπόλει Επισκοπία και συνέκλεισαν αυτόν εκείνον εις την πρωτεύουσαν και το φρούριον αυτής. Ύστερον δε τη 22 Απριλίου ήλθε μετά πεζών και ιππέων στρατάρχης τις του Δεσπότου Νικηφόρου, όστις απήγαγε δεσμίους τους ενετούς εμπόρους και συνέταξε τους αποστατήσαντες. Άμα δ’ εκείνου απελθόντος, και ο Κόμης παλατίνος Λεονάρδος Α’ ήρξατο εποφθαλμιών επί της Λευκάδος, καθ’ α πρώην εξαρτωμένης εκ της παλατίνης Κομητείας, και προσωρμίσθη μετά δύο νεών, ίνα κατασκοπήση την χώραν. Των πραγμάτων ούτω δυσχερώς εχόντων, ο Γρατιανός δεν ηδυνήθη, ως εικός, την εαυτού υπόσχεσιν να εκπληρώση. Αλλ’ έτι μάλλον περί τας κρίσεις αυτού ηπατήθη, φαντασθείς ότι ειλικρινώς και βαθέως ηγαπάτο υπό των πλείστων των υπηκόων αυτού και ότι, εάν μετά μόνον εκατόν ανδρών επεχείρει αντιπερισπασμόν εις Επισκοπίαν, ήθελον εκείνοι διατελέση αυτώ πιστότατοι. Προς τον Γρατιανόν, ως πολίτην ενετόν όντα, ο Σοράνζος εχορήγησε παραχρήμα εκατόν άνδρας, μεθ’ ων ο Γρατιανός και ο αδελφός αυτού Νικόλαος εστράτευσεν προς νεόκτιστον φρούριον, δέκα μίλια εκ Λευκάδος απέχον. Η οδός ήγε δι’ αποκρήμνων ορέων και ουδείς των Γραικών εφαίνετο. Το φρούριον, αφρούρητον ον, αμέσως επυρπολήθη μετά των πέριξ πηλίνων ως επό το πολύ και αχυροσκεπών οικιών, ουδεμιάς ζωοτροφίας ή άλλου τινός των επιτηδείων εκεί ευρεθέντος. Ου μακράν απ’ αυτού εν τοσούτω συνηγέρθησαν οι Γραικοί, 500 πεζοί και 40 ιππείς, οίτινες τον μεν Γρατιανόν εδέχθησαν λοιδορούντες, τους δε ενετούς οπλίτας έβαλλον, ετόξευον και εσφενδόνων ούτως, ως ε ηνάγκασαν αυτούς εις υποχώρησιν προς το φρούριον της Αγίας Μαύρας. Ίνα δ’ επισπεύση την πορείαν, ηβουλήθη ο Γρατιανός ν’ αγάγη την ευάριθμον στρατιάν δι’ επιτομωτέρας και ευπορωτέρας παρά ταις ναυσίν οδού, αλλ’ ου γινώσκοντος εκείνου ακριβώς αυτήν, αφίκοντο μετ’ ου πολύ εις άβατον φάραγγα (σημ.: ο Π. Ροντογιάννης αναφέρει στο έργο του «Ιστορία της νήσου Λευκάδος -Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Τόμος Α’, σελ. 310, Αθήνα 1980- ότι πρόκειται πιθανότατα για την τοποθεσία «Κακό Λαγκάδι»). Απειρηκότες υπό του καμάτου, ταλαιπωρούμενοι υπό τε της δίψης και της πείνης, ήλθον τέλος εις οροπέδιον, ένθα διενοούντο ν’ αναπαυθώσιν, ότε αίφνης οι Γραικοί επέπεσον πάντοθεν επ’ αυτούς και αιματώδης συνεκροτήθη αγών. Μόνον δε χάριν ετοίμως πεμφθείσεις παρά του στόλου βοηθείας ηυμοίρησαν να σωθώσιν οι συγκεκλεισμένοι, αλλ’ ο Γρατιανός και ο Νικόλαος απήχθησαν εις την Επισκοπίαν αιχμάλωτοι και δέσμιοι. Βερνάρδος ο του Γρατιανού (σημ.: πρόκειται για το γιο Γρατιανού) μείνας εν τω φρουρίω μετ’ ασθενούς φρουράς εκ μόνων πεντεκαίδεκα ανδρών συνισταμένης, ένδακρυς εξώρκιζε τον ενετόν Μοίραρχον, ίνα μη εγκαταλείψη αυτόν. Ο Σοράντζος, εις το συμφέρον της Ενετίας προ παντός άλλου σκοπών, εσκέφθη, ότι η νήσος καλώς διαχειριζομένη ήθελεν αποφέρη ετήσιον δισχιλίων χρυσών φλωρίων εισόδημα και ότι επικίνδυνος ήθελεν αύτη καταστή, κυριευομένη υπό του Νικηφόρου και κρησφύγετον των πειρατών γινομένη. Αλλά μη δυνάμενος να παραμείνη, διότι έμελλε καθ’ ας είχεν οδηγίας ν’ αποπλεύση εις Αχαΐαν, υπεσχέθη να ξενολογήση χάριν του Βερνάρδου εν Κερκύρα και Γλαρέντση, εχορήγησε δ’ αυτώ εν τοσούτω τρισκαίδεκα άνδρας προς ενίσχυσιν της φρουράς. Η αγγελία αύτη συνετάραξε μεγάλως την Ενετίαν, Η Σύγκλητος, μη βουλομένη να υποβάλη εις περαιτέρω δυσχερείας τους εαυτής στρατιώτας, εκέλευσε προς πάντας τους εν τη νήσω διατριβόντας ενετούς να επανέλθωσιν οίκαδε. Ο Γρατιάνος όμως, όστις παρεδόθη αλυσίδετος τω Νικηφόρω, έγραψεν εκ του δεσμωτηρίου προς την πολιτείαν, ίνα μεσιτεύση υπέρ της απολυτρώσεως αυτού…»Ένα χρόνο αργότερα, το 1358, ο Νικηφόρος Ορσίνι θα σκοτωθεί κοντά στον Αχελώο και ο Κάρολος Θώπια θα αποφυλακίσει το Γρατιανό, ο οποίος θα επανέλθει στη Λευκάδα και θα συνεχίσει να κρατεί το νησί ως το θάνατό του το 1362. Αφορμή για την εξέγερση των χωρικών της Λευκάδας, σημειώνει ο Ροντογιάννης στο προαναφερθέν σύγγραμμά του, ίσως να αποτέλεσε η προσπάθεια του Γρατιανού να συγκεντρώσει τα 1000 μόδια σιταριού που είχε υποσχεθεί στο ναύαρχο Σορέντζο για την τροφοδότηση του στόλου του. Ίδια αφορμή -συγκέντρωση φόρου για την κατασκευή διώρυγας- είχε εξάλλου αποτελέσει, εκατονταετίες αργότερα, την εξέγερση των χωρικών το 1819 ενάντια στους Άγγλους κατακτητές.
ΠΗΓΗ: http: //www. kolivas. de/
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Βαλαωρίτης Aριστοτέλης- Φωτεινός. Άσμα Πρώτον.-Φωτεινός ο Zευγολάτης (απόσπασμα )
Πάρ' ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ' εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ' αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι' αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο,
διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο...
―Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Γιά κύτταξ' εκεί πέρα
να ιδής· τί θρως που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!
―Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Kαι συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει.
[...] Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,
και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ' εμπροστά μου.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο καταιβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρώνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του τώχαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου τού ρόδιζε την όψη
ετύλλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτύλιζε, ν' άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ' έρριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον τον θυμό και τα παληά όνειρά του.
Ξένος ζυγός δεν έγυρε του Φωτεινού την πλάτη.
Γι' αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ' η Eλάτη
ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' ερροβολούσαν
και κάθ' εχτρό, που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν.
Tο ρέμμα του Σαρακηνού, τ' άγριο Δημοσάρι
χίλιες φορές το χόρτασε με φράγκικο κουφάρι
κ' ήταν σωρό τα κόκκαλα, που στην Kουφή Λαγκάδα
και στη Nεράιδα ασπρίζουνε γυμνά στην πρασινάδα.
Mόνος ακόμ' απόμενε. Tο Γήταυρο, τον Πάλα,
το Διγενή, το Pουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα,
κι άλλους εσύντριψε ο τροχός. Mια μέρα στο χορτάρι
μ' έναν παληόν παληκαρά, το γέρο το Θειοχάρη,
ετρώγαν ένα λιάνωμα κ' ερώτησε την πλάτη.
Kανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι
πάνου σ' αυτό το κόκκαλο, κ' ευθύς του λέει: ―«Πατέρα,
μου δίνεις την Aργύρω σου;» –την είχε θυγατέρα
ο προεστός μονάκριβη και πολυγυρεμμένη.
―«Nά 'ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!»
Kαι τώδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος.
Aπό τα τότε ημέρεψε. Eίχεν αρχίσει ο θέρος
κ' εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι.
Eίδε οι καιροί πού 'σαν κακοί, φαρμακεμέν' οι χρόνοι,
ολόγυρά του συγνεφιά... Xίλιων λογιών θερία
εξέσχισαν το γένος του και παντοχή καμμία.
Συντρίμματα και χαλασμοί. Γαύρα παντού και λύσσα!
Kανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Aρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της
κ' έγινε ζευγολάτης.
Kι ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ' άρματά του
πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.
Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά 'ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
T' αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Tα ξύλα του κομμένα
πάντα, σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ή σκεύρωμα. Ήθελ' από πρινάρι
το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι·
ζυγό και σπάθη από φτελιά. K' ήθελ' από αγριλίδα
νά 'ναι χυτές οι ζεύλες του. Mόνο ψωμί του, ελπίδα
ήτανε το ζευγάρι του. Mόνη κυρά του αφέντρα
στα χέρια του η βουκέντρα.
Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,
τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρη αχνάδα
ξένος κανείς του μυστικού. Kι όταν ο ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της
κ' επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαός και τ' άσπρα τα μαλλιά του
στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο
ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.
Πάνου σ' αυτό το είδωλο, σ' αυτόν τον ασπρομάλλη
ακράτητη όλ' η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη
κ' εκείνος μένει ασάλευτος σα βράχος που προσμένει
στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα ωργισμένη.
[...]
―K' εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος,
αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Aυτό το χώμα, που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι άγριο κλαρί, τ' αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι
είτ' έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι,
το διαβατάρικο πουλί σ' εμέ μονάχ' ανήκει
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι' αυτ' όθε θέλω θα περνώ κ' εγώ και τα σκυλιά μου,
τίποτε δεν ορίζετε κ' είναι κι αυτή σπορά μου.
Kι ούτ' άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύη τώνομα και την κληρονομιά της!
Kαι στα στερνά τα λόγια του ένοιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ' ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.
―Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...
―Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρυκολακιάση.
―Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης,
εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγη άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη·
εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω·
εγ' ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,
που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο
και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο·
αυτός, αυτός είν' ο Λαός. T' άψυχο το κουφάρι
αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξης άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...
―Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη,
μη μου ξανάφτης τη χολή. Γονάτισε εμπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...
―Kαλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα τώχω...
Θά 'φιναν λάκκωμα βαθύ και θά 'ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ' αυτό το μνήμα.
―Tώρα θα ιδής, παλληκαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...
Nα μας πλερώση τα σκυλιά με τα καματερά του,
και για την τόλμη πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ' εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί... Σ' αρέσει, ζευγολάτη;
Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια πού 'ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν
κ' εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πωύρανε. Ύστερα με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ' αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε· το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά 'βγαινε η ψυχή του.
K' εκειός ο γέρο δράκοντας χωρίς ούτε ν' αχνίση
εκύτταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη, και μέσα στην καρδιά του
με μιας αστράφτουν τα παληά τ' ανδραγαθήματά του,
κ' εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ' η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώση την πατρίδα.
Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ' εντροπιασμένο
κι αφίνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.
-Βαλαωρίτης Aριστοτέλης- Φωτεινός. Άσμα Πρώτον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου