Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019






ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΟΡΤΑΖΟΥΣΑ ΛΕΥΚΑΔΑ
-----------------------------------------------------------------------------------
Η ΜΕΓΑΛΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ(ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ).
Στη χάρ'τση''(οπως έλεγαν οι παλιοί μπρανέλλοι).
Γιορτάζει η Kυρά -Φανερωμένη. Η Κυρα μας. Αλήθεια πόσα τάματα, πόσες ικεσίες, πόσες προσευχές ''ακουμπήσανε ''στην εικόνα της. Πόσες φορές οι Λευκαδίτες δεν την επικαλέστηκαν στις δύσκολες στιγμές τους;
Με τις λαμπάδες και τα αφιερώματα στα χέρια -και τις λαχτάρες στη καρδιά- πόσοι και πόσοι στο διάβα των αιώνων δεν έφτασαν στην πόρτα της Ιεράς Μονής για να προσευχηθούν στη μεγάλη προστάτιδα του νησιού! Η Κυρά μας. Αποκούμπι στην πίκρα. Βάλσαμο στη ψυχή.
Το μοναστήρι της Φανερωμένης ειναι χτισμένο στον καταπράσινο πευκόφυτο λόφο που βρίσκεται δυτικά της πόλης κι απ' όπου η θέα προς τον Αϊ Γιάννη, τη Γύρα και το Κάστρο είναι μαγευτική, ε Με ιστορία αιώνων, η οποία πιθανότατα ξεκινά από τους πρώτους αποστολικούς χρόνους, είναι ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία του τόπου και το μοναδικό μοναστήρι του νησιού που λειτουργεί στις μέρες μας.
-------------------------------------
Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ (Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)
Χαμογελά η ανατολή και ροδοκοκκινίζει
ολίγο ολίγο η καταχνιά, που τα βουνά στολίζει.
Λαλεί τ΄ ορνίθι της αυγής, το πρόβατο βελάζει.
Ξυπνούν στα πλάγια οι πέρδικες, η μια την άλλη κράζει.
Ξυπνά κι ο γέρο γούμενος, τον όρθρο του σημαίνει
και μουρμουρίζοντας σιγά, στην εκκλησιά πηγαίνει,
την άγια εικόνα της Κυράς σκυφτά να προσκυνήσει.
Κι εκεί που ετέντων ο παπάς τα χείλη να φιλήσει
του κάστηκε πως έλειπε - παράδοξη ιστορία -
απ΄ το θρονί της το χρυσό η Δέσποινα Μαρία.
Ετρόμαξ΄ ο καλόγερος. Στην πλάκα γονατίζει,
χτυπά το μέτωπο στη γη, παρακαλεί, δακρύζει.
Με μιας αστράφτ΄ η εκκλησιά κι αισθάνεται ένα χέρι
όπου τον ανασήκωνε. Μοσχοβολάει τ΄ αγέρι.
Τα μάτια του άνοιξ΄ ο παπάς. Στο κάτασπρο του γένι
το δάκρυ του εσταζε βροχή.. Κοιτάζει καθισμένη
στο θρόνο βλέπει την Κυρά, που του χαμογελούσε
και το Παιδί, που εχαίρετο και που τον ευλογούσε.
- Σε ποιο καλύβι αγνώριστο, σε ποια καρδιά θλιμμένη
να πέρασες τη νύχτα Σου, Κυρά Φανερωμένη;
Ποιό μαραμένο λούλουδο η χάρη Σου, Κυρούλα,
κρυφά ν΄ ανάστησε, σαν ουρανού δροσούλα;
-----------------------------------------------------------------
ΚΥΡΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ(Νικος Καρύδης):
Κυρά Φανερωμένη μου, του Λευκαδίτη σκέπη,
χαρά σ 'τον που σε προσκυνά, χαρά στον που σε βλέπει.
Σεμνή Παρθένο να κρατάς στ' απέριττο Θρονί σου
τον Γιόκα σου τον ακριβό και τον Μονογενή σου.
Κι από τα πεύκα γύρωθε κι από τον κάμπο κάτω
κι απ' του Ιονίου την πνοή που γέμει αφρό δροσάτο.
Κι από τα θάμνα, τα στρουθιά και τα άγρια λουλούδια
μύρα, ψαλμούς, λιβανωτό σου στέλνουν τα αγγελούδια.
Κάμε, Κυρά μου, του φτωχού τον μόχθο ευλογία,
του ανήμπορου τον πυρετό κάν' τον δροσιά αγία.
Της μάνας τον παραδαρμό που `χει παιδί στα ξένα
κάν' τον τραγούδι και χορό με κορυφαία εσένα.
Βλόγα, Κυρά μου, του φτωχού το λάδι και το αμπέλι
ως σ' ευλογούν ακοίμητοι οι δυό σου οι Αγγέλοι.
Κι ως στέκονται ο ένας ζερβά κι ο άλλος στα δεξιά σου,
στέλνε μας θεία μηνύματα και σώζε τα παιδιά σου.
Φανέρωνέ μας, Δέσποινα, την κρύφια τη βουλή σου,
διώξ' το κακό κι αγκάλιασε το όμορφο το νησί σου.
Ως αγκαλιάζει με στοργή τα τέκνα της η μάνα,
ως αγκαλιάζει την ψυχή του δειλινού η καμπάνα.
Κι αξίωσέ μας αν ποτέ στα ξένα κοιμηθούμε
στο χώμα της δικής σου γης ανάπαυση να βρούμε.
Κυρά Φανερωμένη μου, της πίστης μου λαμπάδα,
Κυρά μου και Βασίλισσα, βοήθα την Λευκάδα.
-----------------------------------------------------------------------------------ΚΥΡΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ
Γονυπετής στο θρόνο σου
θαρθώ να προσκυνήσω
σε τάματα και όνειρα
σεμνά θα ακουμπήσω.
Κεριά, λιβάνια,θυμιατά
ευλαβικά θ΄ανάψω
για τη ζωή που χάθηκε
ανήμπορος θα κλάψω.
Λαχτάρα να σε δώ πρίν ξεψυχήσω
να κάνω το σταυρό μου μ΄ένα δάκρυ
κι από ψηλά τη θέα ν αντικρύσω
εκεί που η ματιά δεν βρίσκει άκρη.
Κρινάκια του γιαλού θα τη στολίσω
την άγια σου εικόνα τη σεπτή σου,
θα στείλω αγγελόύδια να προλάβουν
να στήσουν πανηγύρι στη γιορτή σου.
Κυρά Φανερωμένη μου ας έρθω πρίν πεθάνω
να γείρω τη λατρεία μου στο ιερό επάνω,
να έρθω με τα πόδια μου ν’ ανάψω μια λαμπάδα
που ο Θεός μ΄αξίωσε να είμαι απ΄τη Λευκάδα.
Κι αν ‘ηξερα την ώρα που θα ‘φύγω’
σαν γλάρος η ψυχή να φτερουγίσει,
θα έπαιρνα μαζι μου λίγο μύρο
να έδινα στον χάρο να μ΄αφήσει.
ΗΛΙΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις