Mε τη Θοδώρα Γεωργάκη (με την οποία δεν εχουμε συγγένεια)
ειμαστε παιδικοί φίλοι.Ειχαμε την τύχη να ζήσουμε την ''χρυση'' εποχή της
παλιάς Λευκάδας.Την εποχή της προσφοράς και της ανιδιοτέλειας.Του 'εμείς' και
όχι του 'εγώ'.Την εποχή που μεσορανούσε το 'Πάνθεον', ο Βούλης,ο Αθηνιώτης,ο
Τζεβελέκης,ο Κοκονιώρος,ο Ζαχαρής,ο Μαλακάσης και τόσοι αλλοι.Η εποχή των
ανθρώπων και όχι των αριθμών.Μαζί με τη Θοδώρα ζήσαμε το αμπαλί στου Πάπιου,
την Μηλιά στην Κουζούντελη, τα 'παταλά' του Ντελημάρη, του Ζακχαίου και του
Καμινάρη.Μαζι ζησαμε τις υπέροχες βραδυές με το φεστιβάλ στην πλατεία και μαζι
κυνηγήσαμε τις πυγολαμπίδες στην Κουζούντελη.
Η Θεοδώρα Γεωργάκη είναι υπάλληλος του Πνευματικού Κέντρου
του Δήμου Λευκάδας, υπεύθυνη λειτουργίας των αιθουσών τέχνης από το 1985.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία από τα μαθητικά της ακόμα χρόνια. Τα
θέματά της έχουν μια ιδιαίτερη ξεχωριστή ζωγραφική φωτεινή αίσθηση. Το 2002
πραγματοποίησε έκθεση φωτογραφίας αποτυπώνοντας το φως της Λευκάδας. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε από τις εκδόσεις fagotto books λεύκωμα
φωτογραφιών της με τίτλο «Λευκάδιον Φώς». Φωτογραφίες της υπάρχουν στα βιβλία:
«Θρησκεία μου είναι η Ελλάδα» του Γιώργου Λογοθέτη (αναφέρεται στο
Μίκη Θεοδωράκη), «Στο ευαίσθητο Χάος» του Theodor Schwenk, (προλογίζει ο Ζακ Υβ
Κουστώ), «Λευκάδιος Χέρν. Ο Έλληνας ποιητής της Ιαπωνίας» του Νίκου Σοφιανού,
στις ποιητικές συλλογές «Η κοινωνός ουσία του χρόνου» της Ιωάννας Κόκλα, καθώς
επίσης σε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα, Αμερική, Ευρώπη και Ιαπωνία.
Η προσφορά της Θοδώρας στον Λευκαδίτικο πολιτισμό -για οσους
γνωρίζουν-είναι μοναδική.Η ιδια εχει πάθος με την τέχνη και τη Λευκάδα.Δεν
είναι μια συνηθισμένη δημοτική υπάλληλος.Αλλα μια σπουδαια καλλιτεχνιδα.ΟΙ
φωτογραφιες της με τα συννεφα και τα δειλινα είναι μοναδικές.Και όχι μόνο.Η
προσφορά της μέσα από τις αίθουσες τέχνης στη Λευκάδα είναι
αξιέπαινη.Παθιάζεται να βοηθήσει.Οπως τωρα με το μουσείο για τον Λευκάδιο
Χερν.Ειναι η ψυχή του μουσείου το οποίο θα εγκαινιστεί στις 4 Ιουλίου.Και όπως
μου λέει ο Τάκης Ευσταθίου( ο ανθρωπος που εφερε τον Λευκάδιο Χέρν πισω στον
τόπο του) ''ειστε τυχεροί στη Λευκάδα που εχετε τη Θοδώρα''.
Σ΄αυτή λοιπον τη σπουδαία Λευκαδίτισσα και αγαπημενη μου φιλενάδα,
της αφιερώνω με αγάπη ένα κείμενο μου με τιτλο 'Η ηδονή των αναμνήσεων'.
Βουτιές στα μουράγια του Κάστρου. Μπάλα στην άμμο. Μπάνιο στην
αμμόγλωσσα και στο φαναράκι. Μια εποχή, μια ανάμνηση. Μια Λευκάδα. Και
θυμόμαστε, γυρίζουμε πίσω στο χρόνο για να περάσουμε νοερώς όμορφα, να
απολαύσουμε την ηδονή της ανάμνησης αφού η ζωή μας σήμερα έγινε αφόρητη,
μοναχική, πληκτική, σημαδεμένη από την πρωτοφανή οικονομική κρίση,την
κατάθλιψη,την ανασφάλεια, το φθόνο και την υποκρισία. Θυμάμαι πηγαίναμε στο
Κάστρο με τον Μαγγελάνο, τη βάρκα του Αργύρη και του Ντίνου του Μπαμπάρου. Με
το μαϊστράλι να χαϊδεύει τα πρόσωπα μας, να πετάει τα καπέλα. Με τις φθηνές
σαγιονάρες( ή συνήθως ξυπόλυτοι )και το μισοτρύπιο μαγιό. Με την αλμύρα να
ξεραίνεται στο δέρμα. Και νάσου φόρα για το μακροβούτι, για το ποιος θα
κερδίσει. Και να τα καλαμπούρια και τα πειράγματα. Και τα απόβραδα με τις
πυγολαμπίδες στην Κουζούντελη, στα καφενεία με τη σουμάδα και τα παξιμάδια.
Βόλτα στο παζάρι και στο μώλο. Αχ αυτά τα παιδικά μας χρόνια. Τα παιδικά χρόνια
που μας σημαδεύουν. Όλους. Και θα μας σημαδεύουν για όλη μας τη ζωή. Γιατί
είναι τα καλύτερα. Τα ομορφότερα. Τα αγαπημένα. Και δεν ειναι μόνο οι μνήμες,
οι όμορφες στιγμές, οι πρώτοι έρωτες, τα άγουρα όνειρα, τα φαρομανητά. Είναι οι
αναμνήσεις από τις αξέχαστες μυρωδιές αλλά και απο τους ήχους. Oι μυρωδιές και
οι ήχοι από τη Λευκάδα. Αξέχαστες. Μοναδικές. Ανεπανάληπτες. Οι μυρωδιές από το
βρεγμένο χώμα στα Βαρδάνια. Και από τους γέρικους ευκάλυπτους. Από τη μουτελη
στο μόλο και τα 'ληγμένα» φύκια στο Ιβάρι. Οι διαφορετικές μυρωδιές. Οι
αγαπημένες. Του μάραθου στο Κάστρο. Της ασετιλίνης στο πυροφάνι. Των μαντολάτων
και της σουμάδας. Του χαλασμένου ξύλου στου 'Πάπιου'. Της ξεραμένης αλμύρας στο
δέρμα ένα Αυγουστιάτικο απομεσήμερο. Των λασπωμένων αυλακιών στου Πουλιού. Η
μυρωδιά από το καμένο κερί στον επιτάφιο, στον Αη Νικόλα. Από το Κυριακάτικο,
μεσημεριανό. τραπέζι, (με την κατσαρόλα να 'χοροπηδάει' από ευχαρίστηση που
ολοκλήρωσε το έργο της). Η μυρωδιά των περιβολιών την Πρωτομαγιά. Και του
ξεροψημενου ψωμιού απο το φούρνο της Λιόνταινας και του Δειβέκη. Του πρώτου
τετραδίου. Και της φθηνής κολόνιας μετά το εφηβικό ξύρισμα. Της βρασμένης
κουκούτσας και του φρέσκου ψαριού. Οι μυρωδιές που έρχονται και σήμερα και με
συντροφεύουν. Αλλά είναι και αυτοί οι 'ηχοι, τα ακούσματα. Που με κυνηγάνε. Με
χαιδευουν ακομη στα αυτια μου. Οι ηχοι της τρελαμένης καρδιάς στο πρώτο
ραντεβού. Ο ήχος τις βροχής πάνω στο τσίγκο. Της σάμπας και της μαζούρκας στο
'Πάνθεον'. Της φιλαρμονικής και της μεταμεσονύχτιας καντάδας. Της κορνέτας του
Καμινάρη. Και της Διάνας την Πρωτοχρονιά. Το χαχανητό του Κοκοκιώρου. Οι φωνές
των φολκλορικών συγκροτημάτων στο φεστιβάλ. Οι μπαλιές από το ποδόσφαιρο των
φυλακισμένων μέσα στις φυλακές. Ο ήχος από τις σιδερένιες ρόδες από το κάρο του
παππού μου, του Νιόνιου. Και από τη καμπάνα της Παναγίας των Ξένων. Οι ήχοι των
γλάρων στη λιμνοθάλασσα. Και των αδέσποτων σκυλιών στην Αγία Κ άρα. Μυρωδιές
και ήχοι. Ηχοι και μυρωδιές. Που μαζί με τις εικόνες, με τις μνήμες θα με
κυνηγούν, θα με μαγεύουν, θα με σημαδεύουν για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου