ΑΝΑΔΗΜΟΣΕΥΩ ΑΠΟ ΤΟ MYLEFKADA(http://www.mylefkada.gr)/ ENA KATAΠΛHKTIKO KEIMENO TOY HΛ.ΤΣΑΚΑΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΓΑΤΖΙΑ -ΚΑΝΑΡΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ
Γράφει ο Ηλίας Τσάκαλος
Αφιερωμένο στον Σπύρο Γαντζία (Κανάρα)
Η Λευκάδα από παλιά είχε δυό μώλους. Τον Μώλο που έβλεπε κατά τον Μαΐστρο-Τραμουντάνα και ατένιζε το Ιβάρι ,το Κάστρο, την Γύρα και τον Πίσω Μώλο που έβλεπε κατά τον Λεβάντε και ατένιζε τα τηγάνια της Αλυκής, Το Ποντίκι, τις Λάσπες, τον Αυλαίμονα και την Περατιά.
Πώς έλαχαν έτσι κανένας δεν το γνώριζε σε αυτή την πόλη. Παλιά όλοι έβλεπαν σε τέσσαρα σημεία . Στην Φανερωμένη, στην Λάμια και πέρα μακριά στο βάθος δεξιά στην κορφή του Μέγα Όρους και αριστερά στην κουκίδα του Προφήτη Ηλία.
Αυτή ήταν η πόλη με τον στραβό δρόμο του Κάστρου που δεν σάχνει ποτέ , με το στενοσόκακα που σε οδηγούσαν στην ανέχεια των χαμηλών σπιτιών, με το Παζάρι , με την πλακόστρωτη Πλατεία , με τα μικρομάγαζα και τους βιοπαλαιστές , με τις ταβέρνες των ψαράδων και τα μαγέρικα των νεοφερμένων χωρικών.
Αυτή ήταν η πόλη. Μια πόλη κατηφής την μια και την άλλη χαρούμενη. Φτωχιά την μια και την άλλη να τα πετάει. Σκεφτική την μια και την άλλη ανέμυαλη.
Σε αυτήν την πόλη ζούσε κόσμος και κοσμάκης. Ψηλά στα διώροφα και τριώροφα κατοικούσαν οι κονομημένοι με τα λιοστάσα, τα περιβόλια και το υπηρετικό προσωπικό. Πιο ψηλά οι αρχόντοι με τους παλικαράδες, τις χοντρές περιουσίες και τις ασπρουλιάρες γυναίκες. Δίπλα οι επιστήμονες με τα ψηλά κολάρα ,τα λεπτά γούστα, τις καλοντυμένες γυναίκες και τα μακριά χέρια. Παρακάτω οι μικρεμπόροι με τα μικρομάγαζα. Ακόμα πιο κάτω οι μπαξεβάνηδες του Αγίου Μηνά με τα οπωρικά τους ,τις γυναικάρες τους, τις κοπελιάρες τους και την ελεγχόμενη φτώχεια. Ακόμα πιο χαμηλά οι χαλκωματένιοι ψαράδες του Π΄λιού και της συνοικίας των Μαύρων. Υπήρχε και πιο χαμηλά αλλά αυτή η κοινωνία δεν έβλεπε, δεν ήθελε να δει ,δεν ενδιαφέρονταν να δει άλλο πιο κάτω.
Οι παλιότεροι κάτοικοι ήταν αυτοί του Π΄λιού. Ψαράδες στην πλειοψηφία τους. Ψαράδες του φτενού νερού του τενάγους που απλώνονταν από τους Μύλους ως το Φανάρι του Μελεούνη. Μάθανε από τους Μπουρανέλους της Βενετίας την τέχνη της ψαροσύνης των βολκών, των καλαμωτών και των διχτυών , πήρανε το όνομά τους και το δώσανε σε όλους κατοίκους της πόλης. Μπουρανέλοι!!!
Άνθρωποι σχεδόν άκακοι, χαροκόποι της ζωής, μ΄ ένα ποτήρι στο χέρι, σχεδόν σπουργίτια που ζούσαν στα μικρά φτωχικά σπίτια και που συχνά ένα τραμέντζο χώριζε τα μυστικά τους.
Αυτόν τον κόσμο τον βρήκε έτσι ακριβώς ο Πόλεμος ,η Κατοχή και η Απελευθέρωση.
Σαν τελειώσαμε από αυτά και οι καιροί άλλαξαν , ο κόσμος άλλαξε, τα σπίτια άλλαξαν, οι άνθρωποι άλλαξαν μέχρι και η Λάμια άλλαξε και από φαλακρή έβαλε λίγη πράσινη τσίπα πάνω της και κάλυψε εκείνη την σταχτιά γύμνια της. Μαζύ μ΄ αυτά στα πριάρια μπήκαν μηχανές Μαλκότση ,η προπέλα δούλεψε, η ταχύτητα αυξήθηκε, τα αυτοκίνητα αποστράτευσαν τον Γλάρο, τα ραδιόφωνα ένωσαν την οικουμένη, ο κόσμος μεγάλωσε και έφτασε ως την Αυστραλία και την Αμερική. Η Αθήνα έγινε ένα σάλτο και ο κόσμος χάθηκε απ΄ του Π΄λιού αφήνοντας πίσω του λίγους ψαράδες, λίγα πριάρια, λίγα δίχτυα απλωμένα στο μώλο και ένα κόσμο που κι αυτός χάθηκε μέσα σε χίλια δυό νέα επαγγέλματα.
Σε πολλούς που άλλαξαν ζωή έμεινε η νοσταλγία της ήρεμης θάλασσας, η λάμπα της ασετιλίνης της πριάς, η Φώσσα, το Πλακερό, τα Διαβασίδια, ο Ντούσμανης, ο Αη Νικόλας το Νησάκι.
Αυτά τους μείνανε μαζύ με την μεγάλη τους καρδιά, την αθωότητα των αισθημάτων τους και την άδολη ανθρωπιά τους.
Μείνανε λίγοι. Πολύ λίγοι. Κι αυτοί λιγοστεύουν και σώνονται και χάνονται μαζύ με τα πριάρια ,τα καλαμωτά, τα χειροποίητα δίχτυα , τα τραμέντζα της ανθρωπιάς ,τα χαμηλά σπιτάκια που χωρούσαν τόσα πολλά όνειρα. Και ο Αη Νικόλας στο Νησάκι πόσο θα αντέξει ακόμη στα κύματα και τα νερά που σηκώνονται να τον πάρουν στο βυθό της επερχόμενης θύελλας........
Έτσι είναι τα πράγματα. Ο Σουμίλας θέλει στρατό και η πόλη ,όπως την ξέραμε , βυθίζεται ανάμεσα στις πολυκατοικίες και τους φαρδείς δρόμους που απομακρύνουν τους ανθρώπους και βυθίζουν τα αισθήματά τους και τη ζωή τους σε αυτό το καθρεφτάκι του συμφέροντος που αντανακλάει τον Ήλιο χωρίς να ζεσταίνει τις καρδιές τους............
Σημείωση : Η φωτογραφία ανοίκει στον φωτογράφο Νίκο Ζαμπέλη
ΠΗΓΗ; http://www.mylefkada.gr/
ΥΓ; ΗΛ.ΓΕΩΡΓΑΚΗ: Εγω να προσθέσω οτι ο Σπύρος ηταν ενας ευαίσθητος μπρανέλλος και φίλος του αείμνηστου πατέρα μου .Τεράστια ηταν η προσφορά του στην διάσωση της εκκλησίας του Αη Νικόλα στο νησάκι.Τωρα θα ψαρεύουν μαζι στις θάλασσες του ουρανού με τα μονόξυλα τους.
Γράφει ο Ηλίας Τσάκαλος
Αφιερωμένο στον Σπύρο Γαντζία (Κανάρα)
Η Λευκάδα από παλιά είχε δυό μώλους. Τον Μώλο που έβλεπε κατά τον Μαΐστρο-Τραμουντάνα και ατένιζε το Ιβάρι ,το Κάστρο, την Γύρα και τον Πίσω Μώλο που έβλεπε κατά τον Λεβάντε και ατένιζε τα τηγάνια της Αλυκής, Το Ποντίκι, τις Λάσπες, τον Αυλαίμονα και την Περατιά.
Πώς έλαχαν έτσι κανένας δεν το γνώριζε σε αυτή την πόλη. Παλιά όλοι έβλεπαν σε τέσσαρα σημεία . Στην Φανερωμένη, στην Λάμια και πέρα μακριά στο βάθος δεξιά στην κορφή του Μέγα Όρους και αριστερά στην κουκίδα του Προφήτη Ηλία.
Αυτή ήταν η πόλη με τον στραβό δρόμο του Κάστρου που δεν σάχνει ποτέ , με το στενοσόκακα που σε οδηγούσαν στην ανέχεια των χαμηλών σπιτιών, με το Παζάρι , με την πλακόστρωτη Πλατεία , με τα μικρομάγαζα και τους βιοπαλαιστές , με τις ταβέρνες των ψαράδων και τα μαγέρικα των νεοφερμένων χωρικών.
Αυτή ήταν η πόλη. Μια πόλη κατηφής την μια και την άλλη χαρούμενη. Φτωχιά την μια και την άλλη να τα πετάει. Σκεφτική την μια και την άλλη ανέμυαλη.
Σε αυτήν την πόλη ζούσε κόσμος και κοσμάκης. Ψηλά στα διώροφα και τριώροφα κατοικούσαν οι κονομημένοι με τα λιοστάσα, τα περιβόλια και το υπηρετικό προσωπικό. Πιο ψηλά οι αρχόντοι με τους παλικαράδες, τις χοντρές περιουσίες και τις ασπρουλιάρες γυναίκες. Δίπλα οι επιστήμονες με τα ψηλά κολάρα ,τα λεπτά γούστα, τις καλοντυμένες γυναίκες και τα μακριά χέρια. Παρακάτω οι μικρεμπόροι με τα μικρομάγαζα. Ακόμα πιο κάτω οι μπαξεβάνηδες του Αγίου Μηνά με τα οπωρικά τους ,τις γυναικάρες τους, τις κοπελιάρες τους και την ελεγχόμενη φτώχεια. Ακόμα πιο χαμηλά οι χαλκωματένιοι ψαράδες του Π΄λιού και της συνοικίας των Μαύρων. Υπήρχε και πιο χαμηλά αλλά αυτή η κοινωνία δεν έβλεπε, δεν ήθελε να δει ,δεν ενδιαφέρονταν να δει άλλο πιο κάτω.
Οι παλιότεροι κάτοικοι ήταν αυτοί του Π΄λιού. Ψαράδες στην πλειοψηφία τους. Ψαράδες του φτενού νερού του τενάγους που απλώνονταν από τους Μύλους ως το Φανάρι του Μελεούνη. Μάθανε από τους Μπουρανέλους της Βενετίας την τέχνη της ψαροσύνης των βολκών, των καλαμωτών και των διχτυών , πήρανε το όνομά τους και το δώσανε σε όλους κατοίκους της πόλης. Μπουρανέλοι!!!
Άνθρωποι σχεδόν άκακοι, χαροκόποι της ζωής, μ΄ ένα ποτήρι στο χέρι, σχεδόν σπουργίτια που ζούσαν στα μικρά φτωχικά σπίτια και που συχνά ένα τραμέντζο χώριζε τα μυστικά τους.
Αυτόν τον κόσμο τον βρήκε έτσι ακριβώς ο Πόλεμος ,η Κατοχή και η Απελευθέρωση.
Σαν τελειώσαμε από αυτά και οι καιροί άλλαξαν , ο κόσμος άλλαξε, τα σπίτια άλλαξαν, οι άνθρωποι άλλαξαν μέχρι και η Λάμια άλλαξε και από φαλακρή έβαλε λίγη πράσινη τσίπα πάνω της και κάλυψε εκείνη την σταχτιά γύμνια της. Μαζύ μ΄ αυτά στα πριάρια μπήκαν μηχανές Μαλκότση ,η προπέλα δούλεψε, η ταχύτητα αυξήθηκε, τα αυτοκίνητα αποστράτευσαν τον Γλάρο, τα ραδιόφωνα ένωσαν την οικουμένη, ο κόσμος μεγάλωσε και έφτασε ως την Αυστραλία και την Αμερική. Η Αθήνα έγινε ένα σάλτο και ο κόσμος χάθηκε απ΄ του Π΄λιού αφήνοντας πίσω του λίγους ψαράδες, λίγα πριάρια, λίγα δίχτυα απλωμένα στο μώλο και ένα κόσμο που κι αυτός χάθηκε μέσα σε χίλια δυό νέα επαγγέλματα.
Σε πολλούς που άλλαξαν ζωή έμεινε η νοσταλγία της ήρεμης θάλασσας, η λάμπα της ασετιλίνης της πριάς, η Φώσσα, το Πλακερό, τα Διαβασίδια, ο Ντούσμανης, ο Αη Νικόλας το Νησάκι.
Αυτά τους μείνανε μαζύ με την μεγάλη τους καρδιά, την αθωότητα των αισθημάτων τους και την άδολη ανθρωπιά τους.
Μείνανε λίγοι. Πολύ λίγοι. Κι αυτοί λιγοστεύουν και σώνονται και χάνονται μαζύ με τα πριάρια ,τα καλαμωτά, τα χειροποίητα δίχτυα , τα τραμέντζα της ανθρωπιάς ,τα χαμηλά σπιτάκια που χωρούσαν τόσα πολλά όνειρα. Και ο Αη Νικόλας στο Νησάκι πόσο θα αντέξει ακόμη στα κύματα και τα νερά που σηκώνονται να τον πάρουν στο βυθό της επερχόμενης θύελλας........
Έτσι είναι τα πράγματα. Ο Σουμίλας θέλει στρατό και η πόλη ,όπως την ξέραμε , βυθίζεται ανάμεσα στις πολυκατοικίες και τους φαρδείς δρόμους που απομακρύνουν τους ανθρώπους και βυθίζουν τα αισθήματά τους και τη ζωή τους σε αυτό το καθρεφτάκι του συμφέροντος που αντανακλάει τον Ήλιο χωρίς να ζεσταίνει τις καρδιές τους............
Σημείωση : Η φωτογραφία ανοίκει στον φωτογράφο Νίκο Ζαμπέλη
ΠΗΓΗ; http://www.mylefkada.gr/
ΥΓ; ΗΛ.ΓΕΩΡΓΑΚΗ: Εγω να προσθέσω οτι ο Σπύρος ηταν ενας ευαίσθητος μπρανέλλος και φίλος του αείμνηστου πατέρα μου .Τεράστια ηταν η προσφορά του στην διάσωση της εκκλησίας του Αη Νικόλα στο νησάκι.Τωρα θα ψαρεύουν μαζι στις θάλασσες του ουρανού με τα μονόξυλα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου