Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

 ΠΑΝΟΣ ΜΑΤΑΦΙΑΣ :ΟΤΑΝ ΖΟΥΣΑΝ ΟΙ ΥΠΕΡΟΧΟΙ ΜΠΡΑΝΕΛΟΙ

Με τον αείμνηστο Παναγιώτη Ματαφιά(Νότης Μπρανέλος) είχα τη τύχη να συνεργαστώ μαζί του στα πρώτα μου δημοσιογραφικά βήματα στις αρχές του 1980 στην έκδοση των εφημερίδων ‘ΗΧΩ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ΄(σύλλογος Λευκαδίων Αττικής) και ‘ΛΕΥΚΑΣ’(του αείμνηστου Τάκη Μαμαλούκα), στο τυπογραφείο που είχε στην πλατεία Βάθης(οδός Βατσαξή) μαζι με τον ξάδελφο του Θόδωρο Ματαφιά.Ενα παλιό τυπογραφείο εποχής, με το μάρμαρο στην έκδοση των εντύπων.
Ηταν εύθυμος, σοφός και δάσκαλος.΄Και αγαπητός φίλος.
Ο Παναγιώτης Ματαφιάς γεννήθηκε το 1918 στη Λευκάδα.Πέθανε το 1992
Τελείωσε το Σχολαρχείο στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και λίγο πριν τον πόλεμο ξεκίνησε να εργάζεται ως τυπογράφος.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση με πολύ ενεργό ρόλο στην οργάνωση των νέων.
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε σε τυπογραφεία της πόλης, όπως στου Τσιρίμπαση κ.ά.Χρονογραφήματα και ποιήματά του δημοσιεύθηκαν στην “ΗΧΩ της Λευκάδας”, στη “Δημοκρατική Αναγέννηση” και άλλες εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά με το παρωνύμιο “Νότης Μπρανέλος” ή “Άνθης Σκάρος”. Το βιβλίο του “Απ’ τον Άη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε” εκδόθηκε το 1992 και αποτελεί μια μοναδική συλλογή 21 χρονογραφημάτων γραμμένα στο ιδίωμα της πόλης της Λευκάδας, ενώ περιλαμβάνει και γλωσσάρι.Κείμενο του περιλαμβάνεται στο συλλογικό έργο “Οι Λευκαδίτες για το Σικελιανό”, έκδοση του Δήμου Λευκάδας (2001). Ποίημά του περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή του Α. Αντάνη, “Διέταξέ με …” (2000).
Σημαντική ηταν και είναι η συμβολή του στη διατήρηση του Λευκαδιτικου γλωσσικού ιδιώματος με το μοναδικό βιβλίο του από τον ‘Αη Μηνά ισαμε με τον Πόντε’’(1992) .
Το παρακάτω κείμενο του περιλαμβάνεται σε αυτό το βιβλίο:
ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ
- Δε μ’ λες, μωρ’ θειά (μώρα μου κιόλας) μη (μ)πάει κι έπεσε το κομμάτι, και δε (ν)το πήρα χαμπέρι;.
- Όχι, μαρή θυατέρα, είναι μπονόρα ακόμα, στο (ν)ύπνο σου δα το ειδες;
- Δε (γκ)ξέρω. Εδεκεί π’ σάρωνα, μου κάστ’κε ότ’ άκ’σα τη μουζ’κή.
- Όχι, μαρή κουρεμαδιά, είναι μπονόρα σου λέου. Ύστερα απ’ τσ’ εννιά η ώρα να (ν)το λογαριάζ’ς. Δε μ’ λες τώρα, για να πούμε και τίποτσ’ άλλο, έβαψες πολλά αυγά μαρή;
- Ένα (γ)κόρακα, χριστιανή μου. Δε (γ)ξέρω τι τον ηύρε το (γ)καλοφούρτουνο το ν’κοκύρ’ μου, να (ν)τονε χαρώ, και μου κουβάλ’σε δέκα ντουζίνες, η τζόγια μου, «λες και θα μας κομ-παρίρ’νε οι Αγγλογάλλ’». Κάμε κόντο. Μήτε στα «δώδεκα βαγγέλια» δεν άδειασα να πάου η καψερή, ο Θέος να με σ’χωρέσει.
- Μπα, μαρή κοπέλα μ’. Δε μ’ λες κάνε, τ’ αρνί σας το σφάξατε;
- Μπαααα, θειά μ’. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ’ ούλες τσι χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ’ς, με το ν’κοκύρ’ μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά κάθε χρόνο!
- Εγώ, καψόπαιδο, εφώναξα εχτές το μπάρμπ’ Αργύρ’ και ξεντριγάρ’σα.
- Ναι, είδα τσου «σταυρούς στη (μ)πόρτα» σας. Και του χρόνου να ‘στενε καλά. Δε μ’ λες, αλήθεια, θεια, η αφεντιά σου θα (γ)ξέρ’ς. Τι πράμα είν’ αλήθεια αυτό το κομμάτι; Άκου, να γυρίζ’, λέει, κάθε Μεγασάββα η μουζ’κή στα σοκκάκια και να βαρεί τ’ «διάνα» κι οι ν’κοκυράδες, απ’ όπ’ βρεθούνε, να τσακίζ’νε στσου δρόμ’ς ότ’ παλιαγγειό τσου βρίσκεται. Μπορείς να μ’ πεις η αφεντιά σου, τι σένια είναι, η αφεντιά τσου;
- Εθίματα, μαρή θυατέρα. Παλιά εθίματα των γιορτώνε. Τι θέλ’ς να ‘ναι; Έτσ’ τα ‘βραμε απ’ τσου παλιότερους, έτσ’ τα βαστάμε και στσι μέρες μας. «Μικρή Ανάσταση» μου την είπε, νια μέρα π’ τονε ρώτησα κι εγώ, ο σιορ Πίπ’ς, ο νόντσολος τ’ Άη-Μηνά. Αλλά τώρα, στο (γ)καιρό μας, δεν τα πιεντάνε και πολύ – πολύ. Παλιότερα, καψόπαιδο, ο κοσμάκ’ς τα στ’μάρ’ζε πλειότερο απ’ τσου τωρινούς και μάλ’στα μου πολύ τα χαιρόντανε. Θ’μάμαι νια βολά, σα σήμερα, όπως κατέβαινε η μουζ’κή στο παζάρ’ απ’ τα Χάβρ’κα για τη (μ)πιάτσα, εδεκεί στο σοκκάκι του Μαρκά, πετιέται απ’ το τσαγκάρ’κό του
ο Γιώργ’ς ο Κράλ’ς, Θεός σχωρέστονε κι απ’θώνει καταμεσίς του δρόμ’ ένανε θεόρατο μπότη, από κειούς εκεί με τ’ν αλ’φή απόξ’, ξέρ’ς μαρή, π’ βάν’νε το λάδ’, μ’ ένα φ’τίλ’ απάν’ στη μσ’ούδα του, αναμμένο.
Οραντίς και το βλέπ’νε οι μουζ’κάντ’δες, σκιαχτήκανε και το βάν’νε στα κοσάκια. Σκορπίσανε και μήτε δ’νήθηκε να (ν)τσου σ΄μασ’ άλλο ο μακαρίτ’ς ο μπάρμπα Νιόνιος ο Τσ’ρώτος, π’ τσόκανε το «δάσκαλο».
- Έτσ’ λ’πόν!. Και δε μ’ λες αλήθεια, θεια. Όλο τι πράντσα λογαριάζεις να ‘τ’μάσεις;
- Τι πράντσα, μαρή κοπέλα μ’, σα (γ)και δε (ν)τα ξέρ’ς, ρωτάς. Απόψε το πατσαλίκι αυγοκομμένο, όπως το καλεί η βραδιά. Αύριο τσότσο κρέας με μανέστρα και τ’ν άλλ’ τ’ αρνί ψ’μένο. Αυτά. Τα ξέρ’ς. Δε (ν)τα ξέρ’ς τώρα;.
- Θα (ν)το ψήσ’τε στο σουβλί;
- Ναίσκε, μαρή. Όξ’ στ’ν αδειά, αντάμα με το (γ)κ’νιάδο μου και το λαλά μου. Κάθε χρόνο έτσ’ κάν’με, από έσπαλε. Θέλ’νε, βλέπ’ς, άμα το σ’κών’νε, να ρίχν’νε και τσι κουμπουριές τσου, για το καλό τα’ χρόνου. Το δ’κό σας θα (ν)το βάλ’τε στο φούρνο, ε; Είδα το δ’κόνε σου, τ’ απολιώρα, πόφερν’ αποκλάδια.
- Τι να κάμ’με, θειά μου; Είμαστε βλέπ’ς κι οι δύο κονκασάδοι.
- Και για Ανάσταση, πού λέτε να πάτε;
- Εδεδώ στ’ (μ)πιάτσα, λέμε να βγούμε, στον Αη-Σπ’ρίδωνα για πιο σιμά. Ας πάου τώρα ν’ αποσώσω κάτ’ δ’λειές που τ’ς έχω στ’ μέση, μη (μ)πάει κι έρτ’ ο μπάρμπα Χρήστος για το καλότ’χο τ’ αρνί. – Τότενες, γεια σ’ μαρή θυατέρα μου και καλή σας Ανάσταση.
- Αμήν, θεια μου, παρομοίως, με τ’ φαμελιά σου..
(του αείμνηστου Παναγιώτη Τ. Ματαφιά (Νότη Μπρανέλου), απο το βιβλίο του με τίτλο ”Απ’ τον Αη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε, Αθήνα 1992”).
Στοιχεία πάρθηκαν από το :lexikolefkadas.gr
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις