'Δεν πιστεύω νά ἒφθασες πεζός στήν Ἰθάκη».
Ο
ΣΤΙΧΟΣ-ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΜΕ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΟΤΙ Η ΙΘΑΚΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΛΕΥΚΑΔΑ.
Του ΚΩΣΤΑ
ΔΟΥΚΑ *
Στήν ραψωδία α τῆς Ὀδύσσειας ὑπάρχουν κάποιοι στίχοι πού
καθορίζουν μέ τόν πιό σαφῆ τρόπο τήν σύμπτωση τῆς Λευκάδος μέ τήν Ἰθακη. Πολλοί
θέλησαν νά ἀποδυναμώσουν τήν σημασία τῶν στίχων ἢ καί νά τούς ἐξουδετερώσουν ἀκόμη, ἰσχυριζόμενοι
ὃτι πρόκειται περί ἀστεϊσμοῦ ἢ παροιμιακοῦ λόγου. Ἀτυχῶς ὃμως γι᾽ αὐτούς ἡ
πραγματικότητα τούς διαψεύδει. Ὃ Ὃμηρος δέν ἀστειεύεται ποτέ, ἐνῶ στίς στιγμές
πού λέγονται ἡ στίχοι αὐτοί, ἡ κατάσταση εἶναι πολύ σοβαρή, ὣστε ὂχι μόνο νά μή
δικαιολογεῖ ἀστεϊσμούς, ἀλλά ἀντιθέτως, σέ μία περίπτωση νά δικαιολογεῖ ἀκόμη
καί κοπετούς.
Ἀς δοῦμε λοιπόν ἀναλυτικά
τήν σημασία τῶν στίχων αὐτῶν, πού ἐπαναλαμβάνονται τέσσερις φορές στήν Ὀδύσσεια
καί συγκεκριμένα στό α
173, ξ 190, π 59 καί π 224.
Στήν ραψωδία α λοιπόν, ὃπως εἲπαμε ἢδη σέ ἂλλη ἑνότητα,
συμβαίνουν τά ἑξῆς: Ἡ Ἀθηνᾶ ἒχει πάρει τήν μορφή τοῦ Μέντη, τοῦ βασιλιᾶ
τῶν Ταφίων, καί ἐμφανίζεται ξαφνικά στό πρόθυρο τοῦ Τηλεμάχου, ὁ ὁποῖος δέν εἶδε
πλοῖο νά εἰσπλέει στό λιμάνι, καί εὐλόγως ρωτάει τόν Ψευδομέντη:
ὁποίης τ᾽ ἐπί
νηός ἀφίκεο` πῶς δέ σέ ναῦται
ἢγαγον
εἰς Ἰθάκην; Τίνες ἒμμεναι εὐχετώοντο;
οὒ μέν γάρ
τί σέ πεζόν οΐομαι ἐνθάδ᾽ ἱκέσθαι.
(μέ ποιό πλοῖο μᾶς ἒφθασες; Καί πῶς ἐσένα οἱ ναῦτες
μέσ᾽ στήν Ἰθάκη σ᾽ἒφεραν;
Καί ποιοί πώς εἶν᾽ καυχῶνται;
Γιατί πεζός νά ἒφθασε
ἐδῶ δέν τό φαντάζομαι).
Πρίν ἀναλύσουμε
τόν ἐπίμαχο στίχο, πρέπει νά ποῦμε ὃτι στήν μακρινή ἐκείνη ἐποχή, πού κυκλοφοροῦσαν
ἀκόμη καί λιοντάρια στήν Ἑλλάδα, μόνο οἱ φτωχοί ταξίδευαν πεζοί, κίνδυνεύοντες ἀπό
τά ἂγρια θηρία καί τούς
ληστές. Ἑπομένως ἓνας
βασιλιάς δέν μποροῦσε νά κινεῖται πεζός. Εἰδικώτερα ὁ τελευταῖος στίχος
βεβαιώνει ὃτι ἡ Ἰθάκη ἐπικοινωνεῖ μέ τήν ἀκτήν ἠπείροιο, τήν ἒναντι τῆς Λευκάδος Ἀκαρνανική ἀκτή, ὣστε νά μπορεῖ ὁ ἐπισκεπτόμενος
τήν Ἰθάκη νά χρησιμοποιεῖ ἀκόμη καί τήν στεριά. Ὁ πρωτοβοσκός Φιλοίτιος περνᾶ
μέ τόν ἲδιο τρόπο στήν Ἰθάκη (Λευκάδα) ἀπό τήν ἀπέναντι στεριά. Τήν ἡμέρα τῆς
μνηστηροφονίας ὁ Φιλοίτιος διαπεραιώνεται μέ τόν ἲδιο τρόπο, καθώς ὁδηγεῖ καί στεῖραν βοῦν, τήν στείρα δαμάλα πρός θυσία
στήν ἑορτή τοῦ Ἀπόλλωνος, πού ἀποδεδειγμένα λατρευόταν στήν Λευκάδα, ὃπου καί ἀνευρέθη
καί ἱερό τοῦ θεοῦ. Ἀναφέρονται τά ἑξῆς στήν ραψωδία Ὀδ. υ 187:
Πορθμεῖες
δ´ἂρα τούς δέ διήγαγον, οἱ τε καί ἂλλους
ἀνθρώπους πέμπουσιν, ὃτις σφέας εἰσαφίκηται.
(Τούς
περνοῦσαν κάποιοι βαρκάρηδες, ἐκεῖνοι πού καί ἂλλους ἀνθρώπους πέμπουν, ἀπ᾽ αὐτούς ὃσους στή γῆ τους
φθάνουν).
Τήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου
ἡ στάθμη τῶν θαλασσῶν ἦταν χαμηλότερη κατά 2,5 μέτρα σέ σχέση μέ τήν σημερινή. Ἑπομένως
θά ὑπῆρχαν καί μικρές λεκάνες νεροῦ, τίς ὁποῖες μποροῦσε κάποιος πού ἐρχόταν ἀπό
τήν Ἀκαρνανία νά διαπεραιωθεῖ στήν Ἰθάκη (Λευκάδα) μέ τήν βοήθεια κάποιων
πορθμέων (καί ὂχι ναυτῶν πού ἐχρησιμοποιοῦντο σέ ταξίδια ἀνοικτῆς θαλάσσης).
Καί πάλι στήν
ραψωδία ξ 190 ὁ χοιροβοσκός Εὒμαιος δέχεται στό μαντρί του τόν ρακένδυτο Ὀδυσσέα καί
τόν ἐρωτᾶ ἂν ἒφθασε στήν Ἰθάκη μέ πλοῖο ἢ πεζός. Ἡ στιγμή εἶναι σοβαρή. Δέν
προσφέρεται γιά ἀστεϊσμό. Ἐπίσης στήν ραψωδία Ὀδ. π 59 ὁ Τηλέμαχος ρωτάει τόν χοιροβοσκό πῶς ἒφθασε ὁ
ρακένδυτος ξένος, δηλαδή ὁ μεταμφιεσμένος Ὀδυσσέας πού δέν τόν ἒχει ἀκόμη ἀναγνωρίσει,
μέ πλοῖο ἢ πεζός. Οὒτε κι αὐτή ἡ στιγμή προσφέρεται γιά ἀστεϊσμούς. Ἐκεῖ ὃμως πού καταρρίπτεται πανηγυρικά ὁ ἰσχυρισμός
περί ἀστεϊσμοῦ εἶναι στήν ραψωδία π 224, ὃταν γίνεται ὁ ἀναγνωρισμός Ὀδυσσέα
καί Τηλεμάχου στό χοιροστάσιο τοῦ Εὐμαίου. Πατέρας καί γιός ἒχουν
πέσει ὁ ἓνας στήν ἀγγαλιά τοῦ ἂλλου καί κλαῖνε γοερά, ὃπως λέει ὁ ποιητής, πιό
γοερά κι ἀπό τά ὂρνια, τούς ἀετούς καί τούς γύπες, ὃταν ἀγρότες τούς παίρνουν
τά παιδιά τους. Κι ἒχυναν δάκρυα καί θά ὀδύρονταν μέχρι νά δύσει ὁ ἣλιος, ἂν ὁ
Τηλέμαχος δέν ἀποσπάτο ἀπό τήν ἀγγαλιά τοῦ πατέρα του κι ἒλεγε ξαφνικά. «Μέ ποιό πλοῖο ἒφθασες, πατέρα, στήν Ἰθάκη;
Διότι δέν πιστεύω νά ἒφθασες ἐδῶ μέ τά πόδια, πεζός».
Ἡ σκηνή τοῦ ἀναγνωρισμοῦ
καί ἠ συναισθηματική φόρτιση δέν ἐπιτρέπει τόν ἐλάχιστο ἀστεϊσμό. Εἶναι δυνατόν
νά κλαῖνε γοερά καί νά…ἀστειεύονται; Αὐτή ἡ μεγάλη ἀλήθεια τοῦ Ὁμήρου, δηλαδή ἡ
δυνατότητα μετάβασης στήν Ἰθάκη μέ τά πόδια, ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός
πού περιγράφεται στήν ραψωδία τ γνωστή ὡς νίπτρα, δηλαδή τό πλύσιμο τῶν ποδιῶν τοῦ ψευδοεπαίτη Ὀδυσσέα
ἀπό τήν τροφό του Εὐρύκλεια, ἡ ὁποία ἀνακαλύπτει μία οὐλή στό πόδι πού τοῦ εἶχε
προκαλέσει ἀγριόχοιρος στά νειάτα του κατά τήν διάρκεια κυνηγίου, ὃταν σέ ἡλικία 20 ἐτῶν ὁ Ὀδυσσέας πῆγε
στόν Παρνασσό προσκαλεσμένος ἀπό τόν παπού του τόν Αὐτόλυκο. Στήν ραψωδία αὐτή ὁ Ὃμηρος δέν ἀναφέρει
πουθενά μέ ποιό τρόπο πῆγε ὁ ἐγγονός του στὀν Παρνασσό. Ἂν τό Θιάκι ἦταν ἡ Ἰθάκη,
θά ἒπρεπε ὑποχρεωτικά νά χρησιμοποιήσει πλοῖο καί νά ἀκολουθοῦσε τό δρομολόγιο
πρός τίς Ἐχινάδες νήσους, τίς Ὀξεῖες νήσους τοῦ Ὁμήρου,
νά ἒφθανε στόν Πατραϊκό Κόλπο, ἀπό ἐκεῖ νά κατευθυνόταν πρός τήν Κίρα, τό ἐπίνειο
τῶν Δελφῶν, καί ἀκολούθως ὁδικῶς νά πήγαινε στόν Παρνασό. Ὁλόκληρη περιπέτεια,
γιά τήν ὁποία ὁ Ὃμηρος οὐδέ ὑπαινιγμό κάνει. Δέν χρησιμοποίησε λοιπόν πλοῖο.
Κατά συνέπεια πῆγε στόν Παρνασό ὁδικῶς. Ἦταν αὐτονόητο.
Τό πιό
συγκλονιστικό ὃμως εἶναι ὃτι καί ὁ παπούς Αὐτόλυκος, εἲκοσι χρόνια νωρίτερα, ὃταν ὁ Ὀδυσσέας ἦταν βρέφος καί ἒπρεπε νά
βαπτισθεῖ, ὁ νονός παπούς του ἀφηγεῖται ὃτι ταλαιπωρήθηκε πολύ περπατῶντας στήν ξηρά για νά φθάσει ὁδικῶς
στήν Ἰθάκη. Καί
συγκρούσθηκε μέ πολλούς ἀνθρώπους. Γι᾽αὐτόν τόν λόγο ἒδωσε στὀν ἐγγονό του τό ὂνομα Ὀδυσσέας, ἀπό τό ρῆμα ὀδύσσομαι. Πού σημαίνει ταλαιπωροῦμαι, βασανίζομαι, διακινδυνεύω.
Καί μόνο ἀπό τίς
περικοπές αὐτές κανείς δέν πρέπει νά ἀμφιβάλλει ὃτι ἡ ἀληθινή Ἰθάκη εἶναι ἡ
Λευκάδα, ἐπειδή ἐπικοινωνεῖ μέ τήν ξηρά, εἶναι εὐδείελος, (εὐδιάκριτη), εἶναι ἀμφίαλος (ἒχει δύο θάλασσες, μία κλειστή ἐσωτερική καί μία ἀνοικτή
πρός τό Ἰόνιο πέλαγος) καί ἐπικοινωνεῖ μέ τήν στεριά (Ἀκτήν ἠπείροιο). Τί ἂλλο
μπορεῖ νά πεῖ κανείς ἐπικαλούμενος τήν Οδύσσεια γιά νά ἀποδείξει τήν οὐτοπία τῆς
σημερινῆς Ίθάκης!
Άλλά καί στήν
σύγχρονη ἐποχή, ἡ Λευκάδα ἐξακολουθεῖ νά προσφέρεται στούς ταξιδιῶτες μέ
χερσαία προσέγγιση. Μία κινουμένη γέφυρα ἐνώνει τήν ἀπόσταση 40 μέτρων πού
χωρίζει Ἀκαρνανία καί Λευκάδα, ἐνῶ ἢδη κατασκευάζεται ὑποθαλάσσια καί ὑπόγεια
σύνδεση στούς ἐποχουμενους πρός ἐξυπηρέτηση τοῦ τουρισμοῦ. Τί ἒχει λοιπόν ἀλλάξει
ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου ὃταν λέει αἱ δέ τ᾽ ἂνευθε πρός ἠώ τ᾽ ἠέλιόν τε, δηλαδή τά ἂλλα νησιά τοῦ βασιλείου τοῦ Ὀδυσσέα, τό Δουλίχιον (Κεφαλληνία), ἡ Σάμη (Ἰθάκη), καί ἡ Ζάκυνθος εἶναι μακράν προς τήν ἀνατολή καί τόν ἣλιο.
Αὐτά τά νησιά καί σήμερα ἐξυπηρετοῦνται συγκοινωνιακά ἀπό τήν Κυλλήνη, τήν πατρίδα τοῦ Ἑρμοῦ
καί μόνο ἡ Λευκάδα-Ἰθάκη προσφέρεται γιά χερσαία πρόσβαση.
Καί ἀκριβῶς αὐτή ἡ
ἐγγύτητα τῆς Λευκάδος μέ τήν Ἀκαρνανική ἀκτή τῆς δίνει τό συγκριτικό
πλεονέκτημα νά εἶναι ἐλαφρῶς φθηνότερη ἡ βενζίνη καί τό πετρέλειο, σέ σύγκριση
μέ τά ἂλλα νησιά τοῦ Ἰονίου, ὃπου τά καύσιμα πρέπει νά ἐπιβαρυνθοῦν μέ τό
πρόσθετο κόστος τῆς άκτοπλοϊκῆς μεταφορᾶς.
Ὃμως θά ὑπάρξουν
καί πολλές ἂλλες ἠχηρές ἀποδείξεις, ἀντλούμενες ἀπό τήν Ὀδύσσεια καί μόνο, πού ἀποδεικνύουν
τοῦ λόγου τό ἀληθές, καί πού θἀ ἀναλυθοῦν σέ ἑπόμενα ἂρθρ
----------------------------
*Ο ΚΩΣΤΑΣ
ΔΟΥΚΑΣ (δημοσιογράφος-συγγραφέας) ‘’έφυγε΄΄από τη ζωή στις 23/3/2025 σε ηλικία 88 χρονών.Στην εργογραφία του
περιλαμβάνονται 25 βιβλία με θέμα τον Ομηρο, τον κόσμο των επών και τα μυστικά
του.
Ειχε σπίτι στην Λευκάδα. Με τα βιβλία του τεκμηρίωσε με σπουδαίο τρόπο τη θεωρία ότι η ομηρική ιθάκη ήταν η σημερινή Λευκάδα.
Στα τελευταία του
άρθρα υπό τους τίτλους “Ποιός ήταν ο Όμηρος“, “Ποιά ήταν η Ομηρική Ιθάκη” και
“Αναζητείται το Ομηρικόν Ίλιον” τεκμηρίωνε με πολύτιμο οδηγό τους στίχους της
Οδύσσειας και της Ιλιάδας ότι ο Όμηρος ήταν ο ίδιος ο Οδυσσέας ως αυτόπτης
μάρτυρας του Τρωικού πολέμου, η ομηρική Ιθάκη ήταν η σημερινή Λευκάδα και ότι
“τό Ἲλιον πού ἀπεκάλυψε ὁ Σλῆμαν δέν εἶναι τό πραγματικό Ἲλιον πού ἒχτισε ὁ Ἶλος,
καί πού μᾶς περιγράφει μέ κάθε λεπτομέρεια ὁ Ὃμηρος στήν Ἰλιάδα.