ΤΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ
ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ(ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ)
--- Δε μ’ λες,
μωρ’ θειά (μώρα μου κιόλας) μη (μ)πάει κι έπεσε το κομμάτι, και δε (ν)το πήρα
χαμπέρι;.
- Όχι, μαρή
θυατέρα, είναι μπονόρα ακόμα, στο (ν)ύπνο σου δα το ειδες;
- Δε (γκ)ξέρω.
Εδεκεί π’ σάρωνα, μου κάστ’κε ότ’ άκ’σα τη μουζ’κή.
- Όχι, μαρή
κουρεμαδιά, είναι μπονόρα σου λέου. Ύστερα απ’ τσ’ εννιά η ώρα να (ν)το
λογαριάζ’ς. Δε μ’ λες τώρα, για να πούμε και τίποτσ’ άλλο, έβαψες πολλά αυγά
μαρή;
- Ένα (γ)κόρακα,
χριστιανή μου. Δε (γ)ξέρω τι τον ηύρε το (γ)καλοφούρτουνο το ν’κοκύρ’ μου, να
(ν)τονε χαρώ, και μου κουβάλ’σε δέκα ντουζίνες, η τζόγια μου, «λες και θα μας
κομ-παρίρ’νε οι Αγγλογάλλ’». Κάμε κόντο. Μήτε στα «δώδεκα βαγγέλια» δεν άδειασα
να πάου η καψερή, ο Θέος να με σ’χωρέσει.
- Μπα, μαρή
κοπέλα μ’. Δε μ’ λες κάνε, τ’ αρνί σας το σφάξατε;
- Μπαααα, θειά
μ’. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ’ ούλες τσι
χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ’ς, με το ν’κοκύρ’ μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά
κάθε χρόνο!
- Εγώ, καψόπαιδο,
εφώναξα εχτές το μπάρμπ’ Αργύρ’ και ξεντριγάρ’σα.
- Ναι, είδα τσου
«σταυρούς στη (μ)πόρτα» σας. Και του χρόνου να ‘στενε καλά. Δε μ’ λες, αλήθεια,
θεια, η αφεντιά σου θα (γ)ξέρ’ς. Τι πράμα είν’ αλήθεια αυτό το κομμάτι; Άκου,
να γυρίζ’, λέει, κάθε Μεγασάββα η μουζ’κή στα σοκκάκια και να βαρεί τ’ «διάνα» κι
οι ν’κοκυράδες, απ’ όπ’ βρεθούνε, να τσακίζ’νε στσου δρόμ’ς ότ’ παλιαγγειό τσου
βρίσκεται. Μπορείς να μ’ πεις η αφεντιά σου, τι σένια είναι, η αφεντιά τσου;
- Εθίματα, μαρή
θυατέρα. Παλιά εθίματα των γιορτώνε. Τι θέλ’ς να ‘ναι; Έτσ’ τα ‘βραμε απ’ τσου
παλιότερους, έτσ’ τα βαστάμε και στσι μέρες μας. «Μικρή Ανάσταση» μου την είπε,
νια μέρα π’ τονε ρώτησα κι εγώ, ο σιορ Πίπ’ς, ο νόντσολος τ’ Άη-Μηνά. Αλλά τώρα,
στο (γ)καιρό μας, δεν τα πιεντάνε και πολύ – πολύ. Παλιότερα, καψόπαιδο, ο
κοσμάκ’ς τα στ’μάρ’ζε πλειότερο απ’ τσου τωρινούς και μάλ’στα μου πολύ τα
χαιρόντανε. Θ’μάμαι νια βολά, σα σήμερα, όπως κατέβαινε η μουζ’κή στο παζάρ’
απ’ τα Χάβρ’κα για τη (μ)πιάτσα, εδεκεί στο σοκκάκι του Μαρκά, πετιέται απ’ το
τσαγκάρ’κό του
ο Γιώργ’ς ο
Κράλ’ς, Θεός σχωρέστονε κι απ’θώνει καταμεσίς του δρόμ’ ένανε θεόρατο μπότη,
από κειούς εκεί με τ’ν αλ’φή απόξ’, ξέρ’ς μαρή, π’ βάν’νε το λάδ’, μ’ ένα
φ’τίλ’ απάν’ στη μσ’ούδα του, αναμμένο.
Οραντίς και το
βλέπ’νε οι μουζ’κάντ’δες, σκιαχτήκανε και το βάν’νε στα κοσάκια. Σκορπίσανε και
μήτε δ’νήθηκε να (ν)τσου σ΄μασ’ άλλο ο μακαρίτ’ς ο μπάρμπα Νιόνιος ο Τσ’ρώτος,
π’ τσόκανε το «δάσκαλο».
- Έτσ’ λ’πόν!.
Και δε μ’ λες αλήθεια, θεια. Όλο τι πράντσα λογαριάζεις να ‘τ’μάσεις;
- Τι πράντσα,
μαρή κοπέλα μ’, σα (γ)και δε (ν)τα ξέρ’ς, ρωτάς. Απόψε το πατσαλίκι
αυγοκομμένο, όπως το καλεί η βραδιά. Αύριο τσότσο κρέας με μανέστρα και τ’ν
άλλ’ τ’ αρνί ψ’μένο. Αυτά. Τα ξέρ’ς. Δε (ν)τα ξέρ’ς τώρα;.
- Θα (ν)το ψήσ’τε
στο σουβλί;
- Ναίσκε, μαρή.
Όξ’ στ’ν αδειά, αντάμα με το (γ)κ’νιάδο μου και το λαλά μου. Κάθε χρόνο έτσ’
κάν’με, από έσπαλε. Θέλ’νε, βλέπ’ς, άμα το σ’κών’νε, να ρίχν’νε και τσι
κουμπουριές τσου, για το καλό τα’ χρόνου. Το δ’κό σας θα (ν)το βάλ’τε στο
φούρνο, ε; Είδα το δ’κόνε σου, τ’ απολιώρα, πόφερν’ αποκλάδια.
- Τι να κάμ’με,
θειά μου; Είμαστε βλέπ’ς κι οι δύο κονκασάδοι.
- Και για
Ανάσταση, πού λέτε να πάτε;
- Εδεδώ στ’
(μ)πιάτσα, λέμε να βγούμε, στον Αη-Σπ’ρίδωνα για πιο σιμά. Ας πάου τώρα ν’
αποσώσω κάτ’ δ’λειές που τ’ς έχω στ’ μέση, μη (μ)πάει κι έρτ’ ο μπάρμπα Χρήστος
για το καλότ’χο τ’ αρνί. – Τότενες, γεια σ’ μαρή θυατέρα μου και καλή σας
Ανάσταση.
- Αμήν, θεια μου,
παρομοίως, με τ’ φαμελιά σου..
(του αείμνηστου
Παναγιώτη Τ. Ματαφιά (Νότη Μπρανέλου), απο το βιβλίο του με τίτλο ”Απ’ τον
Αη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε, Αθήνα 1992”).
Θα πρέπει να
επισημανθεί-οπως εχει καταγράψει ο αλησμόνητος Πανταζής Κοντομίχης-οτι το
γλωσσικό ιδίωμα της Λευκάδας διαφέρει σε πολλά απο το γλωσσικό ιδίωμα των άλλων
νησιών του Ιονίου, έχει βορειοελλαδίτικο φωνηεντισμό και ειναι απόρροια του
εύθυμου χαρακτήρα των Λευκαδιτών τόσο στην πόλη όσο και στα χωριά. Ακόμη και
σήμερα στη Λευκάδα χρησιμοποιούν ιδιωματικές λέξεις και τις προφέρουν με το
γνώριμο αργόσυρτο και αλέγρο υφος, με σήμα κατατεθέν τη συγκοπή συμφώνων.
'
Ας δουμε ομως
ορισμένες χαρακτηριστικες λέξεις απο το Λευκαδιτικο γλωσσικο ιδιωμα:
Αβανιά = βλάβη,
συκοφαντία,
Αβάντα = βοήθεια,
στήριγμα,
Αβαντσάρω = έχω
να λάβω από κάποιον, μου χρωστάνε,
Αβαράρω = απωθώ
το πλεούμενο,
Αβάρετος =
ακούραστος,
Αβαρία = ζημιά,
Αβασκαίνω =
ματιάζω,
Αβασκαντήρα =
μικρό χρωματιστό κοχύλι αποτρεπτικό του ματιάσματος,
Αβγατίζω = αυξάνω
Αβγοκόβω = ρίχνω
στη σούπα ή άλλο φαγητό μείγμα αυγού ή λεμονιού,
Αβέρτο =
ελεύθερο, ανοιχτό,
Βαβά = γιαγιά,
Βαγένι = βαρέλι
κρασιού,
Βαζούρα =
λιποθυμία,
Βαϊζω = λυγίζω,
γέρνω,
Βαντάκα = στίβα
ρούχων,
Βαντιέρα = δισκος
σπιτικός για σερβίρισμα αλλά και για άλλες χρήσεις,
Βαρυγομάω =
αγανακτώ, δυσφορώ,
Βελέντζα =
μάλλινο κλινοσκέπασμα,
Βεντερούγα =
κύρτωμα της σπονδυλικής στήλης,
Βεράγκι = σπίτι
ανοιχτό και αφύλαχτο,
Βολά = φορά,
Βολεί = χωράει,
επιτρέπεται,
Βουρλίζω =
αγανακτώ κάποιον
Γαδίνι =
σουπιέρα,
Γαλουρίζω =
χαριεντίζομαι με βρέφος,
Γάνα =
μουντζούρα,
Γαρδέλι =
καρδερίνα,
Γαρμπής =
νοτιοδυτικός άνεμος,
Γατσούλι =
γατάκι,
Γεννητσούρια =
γέννηση,
Γεροκομάω =
περιποιούμαι κάποιον στα γεράματά του,
Γήπατα = ψυχικό
θάρρος,
Γίκος = σύλοχο
χοντρόρουχων διπλωμένα με τάξη πάνω σε κασέλλα,
Γιομα = μεσημέρι,
Γκαστρολογιέμαι =
νομίζω ότι είμαι έγκυος,
Γκέστα =
καμώματα, νάζια,
Γνούφα = ημέρα
ομιχλώδης και υγρή,
Γούπατο = περιοχή
που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τις γειτονικές,
Γουρλώνω = Ανοίγω
πολύ τα μάτια, πνίγω,
Γουρμάζω =
ωριμάζω,
Γραίος
=βορειοανατολικός άνεμος,
Γρίντζολα =
εκνευρισμός,
Γρουμπανάω = δίνω
αλλεπάλληλες γροθιές σε κάποιον,
Γυρολόγος =
πραματευτής,
Δαύτος = αυτός,
Δειλινάω = τρώω
ελαφρά,
Δελόγκου =
αμέσως,,
Δέμπλα = σκοινί
τεντωμένο για το άπλωμα των ρούχων,
Δετόρος =
γιατρός,
Διακονεύω =
ζητιανεύω,
Διάφορο = κέρδος,
αμοιβή,
Δικάει - φτάνει,
αρκεί,
Δόλι = δόλωμα στο
ψάρεμα,
Δραγάτα =
παρατηρητήριο του δραγάτη,
Δρολάπι = βροχή
με δυνατούς ανέμους,
Έγκαψη =
επιθυμία, πόθος,
Εκειός = εκείνος,
Έμπος =
καταρρακτώδης βροχή,
Έντεσα = πιάστηκα
από κάπου,
Έντογια = νάτο
Έντωσα =
ανακουφίστηκα,
Εξπήριος =
έξυπνος,
Ζαβά = στραβά,
Ζάβγια = μικρή
πόρπη
Ζαγάρι =
κυνηγόσκυλο ή τιποτένιος άνθρωπος,
Ζαμπαρούχι =
ακατάσχετο συνάχι,
Ζεματάω = καίω,
Ζεύκι = φαγοπότι,
καλοπέραση,
Ζέχνω = είμαι
βρώμικος,
Ζορκόκωλος = πολύ
φτωχός,
Ζόρκος = γυμνός,
Ζούδιο =
άσχημος,,
Zουρλοκαμπιέρης =
επιπόλαιος, τρελός,
Zωχαδιάζω =
νευριάζω,
Θάμαρη = τρόμος,
απόγνωση,
Θέρμη = πυρετός,
Θλυκώνω =
σκεπάζω,
Θιαμαίνομαι =
παραξενεύομαι,
Καδένα = αλυσίδα,
Κανδέλλα = ξύλινο
δοκάρι,
Κάζο =
περιπέτεια, λοιδωρία,
Κάκοψος = όσπρια
που δεν βράζουν καλά,
Κακαρώνω =
πεθαίνω,
Καμπιόνι =
πονηρός, ιδιόρρυθμος άνθρωπος,
Καναλίζω =
ξεπλένω τα ρούχα,
Καντάρω =
τραγουδάω με ομάδα κανταδόρων,
Καντούνι = στενό
σοκάκι,
Καρακαϊδόνης =
άσχημος,
Καρανιάζω = διψάω
υπερβολικά
Καρδαμώνω =
δυναμώνω,
Λάβα = υπερβολική
ζέστη,
Λαγιάζω =
ησυχάζω,
Λακίζω = φεύγω
τρέχοντας,
Λαλάς = αδελφός,
Λάμια = γυναίκα
κακούργα και άσχημη,
Λαμπαδιάζω =
καίγομαι,
Λαμπαρδίκα =
φωτιά με πολλές και ψιλές γλώσσες,
Λαρώνω = ησυχάζω,
Λαχομανάω =
αναπνέω δύσκολα,
Λεβάντες =
ανατολικός άνεμος,
Λυγδιάζω = είμαι
λερωμένος,
Λέτσος =
ατημέλητος,
Λεγάτο = προίκα
που δίνεται εγγράφως,
Λίβας = θερμός
άνεμος,
Λίλης = χαζός,
Λιρόνι =
αλητόπαιδο,
Λουφάζω = μένω
ακίνητος και σιωπηλός π.χ. από φόβο,
Μαγαρίζω: λερώνω
με ακαθαρσίες ένα τόπο,
Μαέρικο =
μαγειρείο,
Μακιάζω = λερώνω,
Μαλαγάνας =
κόλακας,
Μαλάτσα = ζέστη
με πολλή υγρασία,
Μανέστρα = σούπα,
Μανίκα = μανίκι,
Μαντανία =
μάλλινο κρεββατοσκέπασμα,
Μαργιόλος =
κατεργάρης,
Μαρκάς = αγορά,
Μαρτούριο =
μαρτύριο,
Μαστέλος = κάδος
που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για το πλύσιμο των ρούχων,
Μεσάλι =
τραπεζομάντηλο,
Μεσοφούντι =
μεσοτοιχία,
Μολογάω =
ομολογώ,
Μονάτος =
ολόιδιος,
Μόστρα = βιτρίνα
Μότσα = υγρασία,
Μουντζοφλίδι =
χαστούκι,
Μουσκλώνω =
δυσαρεστούμαι,
Μουσούδα =
πρόσωπο
Μούτελη = λάσπη,
Μπάκακας =
βάτραχος,
Μπαλαχάρτα =
δημόσιο έγγραφο,
Μπαμπαλίζω =
φλυαρώ,
Μπαμπαξά = φωνή,
λέξη,
Μπαρούφα =
σφάλμα,
Μπασά = είσοδος,
Μπακατέλα =
τιποτένιο πράγμα,
Μπλαθρώνω =
λερώνω,
Μποκές =
ανθοδέσμη,
Μπόκολα =
σκουλαρίκι,
Μπονώρα = νωρίς,
Μπουρανέλλος =
κάτοικος της πόλης της Λευκάδας,
Μπρατσολέτο =
βραχιόλι,
Μώλος =
προκυμαία,,
Νείρομαι =
επιθυμώ, ονειρεύομαι,
Νεροτρουλίδα =
πολυλογάς,
Νετάρω =
τελειώνω,
Νιόκος= ζυμαρικό,
κριθαράκι,
Νιόφωτο =
νιόπαντρο ζευγάρι,
Νιτερέσο =
συμφέρον, ενδιαφέρον, κέρδος,
Νογάω =
καταλαβαίνω,
Νόνα = γιαγιά,
Νότια = υγρασία,
Ντάλια =
καταμεσήμερο,
Ντερλικώνω = τρώω
υπερβολικά,
Ντόζω =
ανακουφίζομαι,
Ντόρκος = ο χωρίς
επίβλεψη και περιορισμούς νέος,
Ντούκια =
ασθενής,
Ντρίτα = ευθεία,
με ειλικρίνεια,
Ξαγκλίζω =
ξεμπερδεύω π.χ. μαλλιά,
Ξαμώνω = σπρώχνω,
δείχνω επιθετικές διαθέσεις,
Ξανακυλάω =
υποτροπιάζω,
Ξαστοχάω =
λησμονώ,
Ξαχουρδάω =
γλιστράω,
Ξεδιαλεούρια =
απομεινάρια,
Ξεζορκιάζω =
απογυμνώνω,
Ξεματόχου =
επίτηδες,
Ξεντρεγάρω =
τελειώνω κάποια δουλειά,
Ξεσυνέρια =
παρεξήγηση,
Ξετιμώνω =
κουτσομπολεύω,
Ξομπλιάστρα=
κεντήστρα,
Ξωθιό μου =
μακρία από εμένα,
Ολάκαιρος =
ολόιδιος,
Όρσε = να, πάρε,
Όρτη = ορθή όψη
υφάσματος,
Παγκάρι =
εκκλησιαστικό έπιπλο στο οποίο στέκονται οι επίτροποι,
Παδέλα =
μαγειρικό σκεύος,
Παιδοκομάω =
ανατρέφω παιδιά,
Παλαμίζω =
ορκίζομαι ακουμπώντας το Ευαγγέλιο,
Παντυχαίνω =
περιμένω, ελπίζω,
Παπαλιά =
χαστούκι,
Παπόρι = καράβι,
Παραζούζουλο =
αποκρουστικός στην όψη άνθρωπος,
Παρανομιά =
παρανομία,
Παρόλα =
κουβέντα,
Πάστρα =
καθαριότητα,
Ραπόρτο =
αναφορά,
Ρεβαρδάρω =
διστάζω,
Ρεγάλο = δώρο,
Pείπιος =
ερειπωμένος,
Ρεκάζω = φωνάζω
δυνατά από πόνο ή φόβο,
Ρεκούμπερο =
απαραίτητο οικιακό σκεύος,
Ρεμπελιό =
αδιαφορία,
Ρεμπεύομαι =
επιθυμώ,
Ρεντίκολο =
γελοίος,
Ρίνα = ψιλοβρόχι,
Ρόβολο =
κατήφορος,
Ροδάνι =
πολυλογία,
Σάγιασμα =
στρωσίδι,
Σαλαγισμένος =
αναστατωμένος,
Σαλταπίγκος = το
παιδί που πηδάει, σαλτάει,
Σαραντάκαπνος =
αστραπιαία εξαφανισμένος,
Σατράκαλο =
παραμορφωμένος,
Σάψαλο =
γερασμένος άνθρωπος,
Σγουμπιάζω =
καμπουριάζω,
Σελιάρο =
χαστούκι,
Σεστάρω =
τακτοποιώ,
Σίσκλο = δοχείο
άντλησης νερού από τα πηγάδια,
Σκάνιο = πείσμα,
Σκροβοντάω =
χτυπώ με μανία κάτω κάποιον ή κάτι,
Σόμπολο = μικρή
πέτρα,
Σορταγιά = τάξη,
Σουσούμια =
χαρακτηριστικά,
Σύξυλος =
αποσβολωμένος,
Τάλε κουάλε =
ίδια και απαράλλαχτα,
Ταχειά = του
χρόνου,
Τελεύω =
βασανίζω,
Τζογολί
=χαρτοπαίγνιο,
Τράω = βλέπω,
κοιτάζω,
Τρουλίδα =
φλύαρος άνθρωπος,
Τσαρκνιά =
πολύτεκνη οικογένεια,
Τσάτσα = αδελφή,
Τσατσάρα = χτένα,
Τσέκια σου =
μπράβο,
Τσερνιάζω =
μουδιάζω,
Τσέτσελε πέτσελε
= ασήμαντα πράγματα,
Τσίμπιος =
ανόητος,
Τσινάω =
δυσαρεστούμαι,
Τσουράπο = ζωηρή,
ελεύθερη κοπέλα,
Φαμφαρόνος =
πολυλογάς,
Φαρομανάω =
εκδηλώνομαι ζωηρά με γέλια και χειρονομίες,
Φάττο = γεγονός,
Φελάω =
χρησιμεύω,
Φινίρω =
τελειώνω,
Φιόρο = λουλούδι,
Φιρί φιρί =
επίτηδες, σκόπιμα,
Φόρα βία =
ατομικά έξοδα
Φόσσα = τρύπα,
Φκαρίδα =
κατσαρίδα,
Φούσκος =
χαστούκι,
Φρεζές = χωρίστρα
στα μαλλιά,
Φωτερό = φανάρι,
Χαλέπεδο =
ερειπωμένο κτίσμα,
Χαλές =
τιποτένιος,
Χαλεύω = ζητάω,
Χαμπέρι = είδηση,
Χαρδαλούπας =
λαίμαργος, πολυλογάς,
Χαρ' νεμ' το =
επιφώνημα χαράς, αγάπης,
Χασκουμπρίζω =
χαριεντίζομαι,
Χαψά = μπουκιά,
Χλιός = χλιαρός,
Χολάτο = τρυφερό
βλαστάρι,
Ψαχουλεύω =
ψάχνω,
Ψίχα = το
εσωτερικό του ψωμιού ή του αμυγδάλου,
Ψόφος = τσουχτερό
κρύο,
Ψυχοπιάνομαι =
δυναμώνω,
Ψυχοπονιέμαι =
ευσπλαχνίζομαι, λυπάμαι.
ΥΓ Οι
μπουρανέλλοι(μπρανέλοι) αυτοί οι διαφορετικοί χαρακτήρες, γνήσιοι,
πνευματώδεις, με κουλτούρα και με ενα μοναδικό χιουμορ. Πρόκειται για
προσωνυμία των κατοίκων της πόλης η οποία δόθηκε στην εποχή των Βενετσάνων
(1648-1797). Στη Βενετία υπάρχει το νησί BURANO(με την περίφημη σχολή των δαντελιέρων) το οποίο
απέχει μισή ώρα απο το νησί Μουράνο(διάσημο κέντρο υαλουργίας απο τον 11ο
αιώνα).
Oι κάτοικοι του
λέγονται και σήμερα μπουρανέλοι.(buranelli). Μερικοί απο τους ψαράδες του Μπουράνο ήρθαν και
στη Λευκάδα οπου βρήκαν μια κατ΄εξοχη πόλη φτωχοψαράδων και τους έδωσαν το
όνομα τους. Το προσωνύμιο δόθηκε αρχικά στους ψαράδες της πόλης καθώς και της
Πρεβεζας. Με την πάροδο του χρόνου ονομάστηκαν έτσι όλοι οι ψαράδες και
κατ΄εκταση χλευαστικώς απο τους κατοίκους των χωριών όλοι οι κάτοικοι της
πόλης. Την εκδοχή αυτή για την προέλευση της προσωνυμίας την υποστηρίζει τόσο ο
Πανταζής Κοντομίχης οσο και ο Τάκης Μαμαλούκας.
Η άλλη εκδοχή
υποστηρίζει οτι η προσωνυμία μπουρανέλος προέρχεται απο τη λατινική λέξη urbanus που σημαίνει ευγενής, αστικός(στα Ιταλικά
urbano με τίς αυτές
ερμηνείες) που με την κατάληξη -ελος γινεται urban-έλος, δηλαδή ο ευγενής, ο κατοικος της πόλης που
το χρόνο θα παραφθαρεί σε Μπουρανέλο, για να καταλήξει οπως ακουγεται σήμερα:
Μπρανέλος. Ωστόσο αυτη η εκδοχή απορρίπτεται γιατι σε καμια αλλη πόλη της
Ελλάδος-ιδιαίτερα στα Επτάνησα οικάτοικοιλεγονται Μπουρανέλοι.
Πάντως αυτο που
πρέπει να επισημάνω ειναι οτι πριν μερικά χρόνια επισκεπτόμενος το Μπουράνο(
μετά το Μουράνο) εμεινα εκπληκτος με την ομοιότητα του νησιού σε συγκριση με
την πόλη της Λευκάδας.
Το σιγουρο ειναι
οτι και σημερα η προσωνυμια μπρανέλος δεν εχει εξαλειφθεί παρόλο που χάνονται
οι παλιοί χαρακτηριστικοι μπρανέλοι.
του ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ