ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ
-----------------------------------------------------------------------
ΚΥΡ ΝΙΚΟΣ
(ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)
(ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)
Φόρεσε τα καλά του
ο μπάρμπα Νίκος,
να πάει στην εκκλησιά,
ωραίος τύπος,
ο μπάρμπα Νίκος,
να πάει στην εκκλησιά,
ωραίος τύπος,
Από καρτποστάλ βγαλμένος
αδύνατος, χλωμός
βασανισμένος,
τον πρόδωσε η ζωή
δυστυχισμένος.
αδύνατος, χλωμός
βασανισμένος,
τον πρόδωσε η ζωή
δυστυχισμένος.
Προσκύνησε σεμνά
την Παναγιά
άναψε ευλαβικά κερί,
εχει πόνο στην καρδιά
για το μικρό του το παιδί,
άρρωστο χωρίς επιστροφή,
την Παναγιά
άναψε ευλαβικά κερί,
εχει πόνο στην καρδιά
για το μικρό του το παιδί,
άρρωστο χωρίς επιστροφή,
Δεν ζεί για τη ζωή
με τόση λύπη
μέσα του λοιώνει το γιατί,
ειχε την πίκρα σπίτι
με τόση λύπη
μέσα του λοιώνει το γιατί,
ειχε την πίκρα σπίτι
Κουράστηκε της καρδιάς του
ο χτύπος
πικράθηκε απ΄τη ζωή
ο μπάρμπα Νικος,
‘εφυγε απ΄τη ζωή απ΄το μαράζι
αλλά εμάς δεν μας πειράζει.
ο χτύπος
πικράθηκε απ΄τη ζωή
ο μπάρμπα Νικος,
‘εφυγε απ΄τη ζωή απ΄το μαράζι
αλλά εμάς δεν μας πειράζει.
Ενας από εμάς είναι ο κυρ Νίκος
μέσα μας φοβόμαστε το μήπως.
-----------------
μέσα μας φοβόμαστε το μήπως.
-----------------
ΖΩΗ
Γλυκά εφύσαγε τ΄αγέρι
έσχιζε η βάρκα το νερό
κι εσύ μου έπιασες το χέρι
και μούπες σιγανά το σ΄αγαπώ.
-------
Παιγνίδια έπαιζαν οι γλάροι,
σκιρτούσε η καρδιά μου ακορντεόν,
τα χείλη σου φιλούσαν σε μια ζάλη
ξεχάσαμε κι οι δυό το παρελθόν.
-----
Η θάλασσα το ξέρω μου ταιριάζει
ανήσυχη, συχνά φουρτουνιασμένη
ψυχή που έζησε στ΄αγιάζι
κουράστηκε θαρρώ να περιμένει.
----
Ανείπωτη χαρά ειν΄η ζωή μας
κι ομως την σκορπίσαμε σε λάθη,
σεντόνια που δεχτήκαν το κορμί μας
στιγμές που αναλώθηκαν τα πάθη.
----------------------
ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟ
Μικρό μου αγριολούλουδο
στο βράχο είσαι μόνο,
φίλος σου η μοναξιά
γεννήθηκες με πόνο.
Οι άνεμοι σε πρόδωσαν
σκυμένο, λαβωμένο
αλλά θα αντιστέκεσαι
κι ας είχαν τελειωμένο.
στο βράχο είσαι μόνο,
φίλος σου η μοναξιά
γεννήθηκες με πόνο.
Οι άνεμοι σε πρόδωσαν
σκυμένο, λαβωμένο
αλλά θα αντιστέκεσαι
κι ας είχαν τελειωμένο.
Μικρό μου αγριολούλουδο
έρημο σπουργίτη,
κανένας δεν σε νοιάστηκε
τη λύπη έχεις σπίτι.
έρημο σπουργίτη,
κανένας δεν σε νοιάστηκε
τη λύπη έχεις σπίτι.
Μικρό μου αγριολούλουδο
σε βράχο ρημαγμένο,
την πίκρα έχεις συντροφιά
μονάχο, μαραμένο.
σε βράχο ρημαγμένο,
την πίκρα έχεις συντροφιά
μονάχο, μαραμένο.
Να ξέρεις πώς σε σκέφτομαι
τίς νύχτες με το κρύο,
στη ζωή ταιριάζουμε
αντάμα εμείς οι δύο.
τίς νύχτες με το κρύο,
στη ζωή ταιριάζουμε
αντάμα εμείς οι δύο.
----------------------------------------
ΑΝΘΗΡΟ
Σε περιβόλι ολάνθιστο
ξανά θα σε φιλήσω
τα χείλη σου τα άγουρα
με γιούλια θα τα κλείσω.
Της νιότης ροδοπέταλα
θα ράνουν το κορμί σου
σε κόκκινα γαρύφαλα
στεφάνι η ζωή σου.
Κίτρινα χρυσάνθεμα
θα λούσουν τα μαλλιά σου
κρίνοι και κυκλάμινα,
ανθός η αγκαλιά σου.
Τουλίπες, γιασεμιά και ανεμώνες
θα πλέξω σαν παλιά Πρωτομαγιά,
κι ας φεύγουν καλοκαίρια και χειμώνες
εγώ θα σ΄έχω πάντα αγκαλιά.
Τα χόρτα θα τα στρώσω με ζουμπούλια
τα σώματα θα είναι η αφορμή,
γυμνοί θα συναντήσουμε την πούλια
να έρθει να ζηλέψει η ζωή
-------------------------------------------------
ΒΡΟΧΗ
Στο είπα η βροχή πως με εκφράζει
οσο και να βρέξει δεν με νοιάζει,
είναι μια βροχή η μοναξιά μου,
σύννεφα μονάχα τα όνειρά μου.
Να πιάσει μια βροχή και νάμαι μόνος
παρέα μου η θλίψη και ο πόνος,
να πιάσει μια βροχή, μια καταιγίδα
να ψάξω τη ζωή μου που δεν είδα.
Στο πρόσωπο να πέφτουν οι σταγόνες
αντι για καλοκαίρια οι χειμώνες,
είναι η βροχή η συντροφιά μου
βάλσαμο στην έρημη καρδιά μου .
Να πιάσει μια βροχή, μια καταιγίδα
να ψάξω τη ζωή μου που δεν είδα.
οσο και να βρέξει δεν με νοιάζει,
είναι μια βροχή η μοναξιά μου,
σύννεφα μονάχα τα όνειρά μου.
Να πιάσει μια βροχή και νάμαι μόνος
παρέα μου η θλίψη και ο πόνος,
να πιάσει μια βροχή, μια καταιγίδα
να ψάξω τη ζωή μου που δεν είδα.
Στο πρόσωπο να πέφτουν οι σταγόνες
αντι για καλοκαίρια οι χειμώνες,
είναι η βροχή η συντροφιά μου
βάλσαμο στην έρημη καρδιά μου .
Να πιάσει μια βροχή, μια καταιγίδα
να ψάξω τη ζωή μου που δεν είδα.
------------------------------------------------------
ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ
Στα στήθη σου απόψε θα κουρνιάσω
σπουργίτη π’ ανακάλυψε φωλιά,
στα δάχτυλα τα όνειρα θα πλάσω
σεντόνια που δεν ξάπλωσαν κορμιά.
σπουργίτη π’ ανακάλυψε φωλιά,
στα δάχτυλα τα όνειρα θα πλάσω
σεντόνια που δεν ξάπλωσαν κορμιά.
Το πάθος μου θα στείλω τρεχαντήρι
στού έρωτα την έρημη αμμουδιά,
ζωές που έγιναν γεφύρι
τ΄αστέρια θα σου δώσω αγκαλιά.
στού έρωτα την έρημη αμμουδιά,
ζωές που έγιναν γεφύρι
τ΄αστέρια θα σου δώσω αγκαλιά.
Αγάπη μου να ξέρεις πως σε θέλω
σαν δώρο μια παλιά Πρωτοχρονιά,
ζήλεψαν τα χρόνια που σε ξέρω
στον θάνατο μαζί μια αγκαλιά.
σαν δώρο μια παλιά Πρωτοχρονιά,
ζήλεψαν τα χρόνια που σε ξέρω
στον θάνατο μαζί μια αγκαλιά.
---------------------------------------------------
ΛΕΥΚΑΔΑ ΜΟΥ
Eλάτε να σας δείξω το νησάκι μου
στα κύμματα λουσμένο και στους μύθους,
με σύννεφα θα στείλω την αγάπη μου
ακούγοντας της θάλασσας τους ήχους.
Φεγγάρια μισοπέλαγα σπαρμένα
ξωκκλήσια που μιλάνε στο Θεό
κοχύλια στο λαιμό της κρεμασμένα
στίχοι που φωνάζουν σ΄αγαπώ.
Ελάτε να σας δείξω το νησάκι μου
μια χάντρα θαλασσιά η ομορφιά του
τάμα στην Κυρά μένει το δάκρυ μου,
παθιάζω σας τρελός στο άκουσμά του.
Λαμπιόνια τα αστέρια στα καντούνια της
προσκύνημα τα πεύκα στο βυθό της,
στους Μύλους θα αλέσουμε τις δύσες μας
ωδή στον περιζήτητο Θεό της.
Γιούλια, ροδοπέταλα , ζουμπόύλια
μαγιάπριλο θα στείλω στην Νηρά
χαράματα χορεύω με την Πούλια
στης Γύρας τα φιλόξενα νερά.
Χαλί θα στρώσω δενδρολίβανα
τις μνήμες ερωμένες στο κορμί μου
κι αν έφυγα για πάντα σε περίμενα
σκυλί που αλυχτά η θύμηση μου.
Λευκάδα του μυαλού μου
Και της σκέψης μου,
νησί από το είναι μου βγαλμένο
αιώνια θα μείνω στην αγκάλη σου,
παιδί που το θεώρησαν χαμένο.
Κι αν κάποτε τα χρόνια με προδώσουνε
εγω πάντα θα μείνω στη στοργή σου
αιώνες το κορμί μου θα αλώσουνε
στο χώμα σου θα μείνω θύμησή σου.
---------------------------------------------------------------------
ΣΟΦΙΑ ΜΟΥ
Σαν χάπι θα γλυστρήσω στο σεντόνι σου
σπασμένο κοκαλάκι στα μαλιά σου,
στο σώμα σου θα στήσω ένα αντίσκηνο
να βγαίνω πρωινά στην αγκαλιά σου.
Κρεβάτι μας θα κάνουμε τα σύννεφα
τ΄αστέρια κινητά μας στο σκοτάδι,
τον πόθο πυροφάνι στην αμμόγλωσα
τα χρόνια θα τα κλείσω σ΄ένα χάδι.
Σοφία της αγάπης και του έρωτα
της νιότης μου το πρώτο καρδιοχτύπι,
ιδρώτας πρωινός στο μαξιλάρι μου
επαίτης με τις στύσεις μου ξενύχτι.
Σοφία της ζωής μου ισοδύναμο
κομμάτι απ΄το κορμί το κουρασμένο,
τα χρόνια που δεν ζήσαμε σε ήξερα
φωνάζαν οι στιγμές να σε προσμένω.
Κι΄αν ‘αδικα ο θάνατος μας χώριζε
ψυχές μας δεν θα βρούνε ησυχία,
άγαλμα θα γίνει η αγάπη μας
αιώνια λατρεία μου , Σοφία.
---------------------------------------------------------
ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ
Τα σύννεφα που έφυγαν
ξανά θ΄ακολουθήσω,
για τη ζωή που μούταξες
ζωή θέλω να ζήσω.
ξανά θ΄ακολουθήσω,
για τη ζωή που μούταξες
ζωή θέλω να ζήσω.
Θελω να φύγω μακρυά
χωρίς μυαλό και κινητά
να ηρεμήσω,
σε ξεχασμένη αμμουδιά
στις χούφτες μου
τη θάλασσα να κλείσω.
χωρίς μυαλό και κινητά
να ηρεμήσω,
σε ξεχασμένη αμμουδιά
στις χούφτες μου
τη θάλασσα να κλείσω.
Κουρασμένο σκαρί το κορμί του
σαν σβυσμένο καντήλι η ζωή μου,
με πληγώσαν οι άνθρωποι γύρω
ενα ώμο ζητάω να γείρω,
την ψυχή μου να ακούσουν ζητάω
οι φωνές που μου λέν σ΄αγαπάω.
σαν σβυσμένο καντήλι η ζωή μου,
με πληγώσαν οι άνθρωποι γύρω
ενα ώμο ζητάω να γείρω,
την ψυχή μου να ακούσουν ζητάω
οι φωνές που μου λέν σ΄αγαπάω.
Με προδώσαν οι άγιοι
με ξεχάσαν οι φίλοι,
ναυαγός μεσοπέλαγα
με την πίκρα στα χείλη.
Με λύγίσαν τα βάσανα
συντροφιά μου ο πόνος,
μια ζωή περιπέτεια
λές και έζησα μόνος.
με ξεχάσαν οι φίλοι,
ναυαγός μεσοπέλαγα
με την πίκρα στα χείλη.
Με λύγίσαν τα βάσανα
συντροφιά μου ο πόνος,
μια ζωή περιπέτεια
λές και έζησα μόνος.
-------------------------
ΜΑΡΙΑ
Μια θολή
Φωτογραφία
Βρήκα χτες
Απ΄’τα παλιά
Αγκαλιά με την
Μαρία
Γύρω στα
Δεκαεννιά,
Στο ένα χέρι
Το τσιγάρο
Άνδρας έγινα νωρίς
Πως περάσανε
Τα χρόνια
Σαν σταγόνες
Της βροχής.
Στης λεύκας
τη σκιά
σε περιμένω
τ’ αρχικά
που γράψαμε
παιδιά
το σ΄αγαπώ
στο δένδρο χαραγμένο
τότε που μούδινες
όρκους και φιλιά.
Κι αν χάνονται
Τα χρόνια
Σαν τους κλέφτες
Εμείς πάντα θα μείνουμε
Παιδιά,
Ψέματα μας λέμε
Οι καθρέφτες
Αυτό που μετράει
Είν’ η καρδιά.
-------------------
ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Τόσα χρόνια με κοιτάζει
λές και θέλει να μου πεί
πως τα χρόνια είναι κύμα
που τελειώνουν στην ακτή.
Το κεφάλι της μου γνέθει
στη ζωή της λέει ναί
καλημέρες-καληνύχτες
που δεν είπαμε ποτέ.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια γριούλα με πληγώνει,
μιά καρδιά που είναι μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
Με το χέρι της μου στέλνει
φιλικό χαιρετισμό
κι' αν καμιά φορά θα λείπει
νοιώθω πως ανησυχώ.
Δεν μιλήσαμε ποτέ μας
ούτε πρόκειται θαρρώ
μα τα λέμε στ΄ονειρά μας
κι ας υπάρχει το κενό.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια ελπίδα με ενώνει
μια γριούλα μένει μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
Τόσα χρόνια με κοιτάζει
λές και θέλει να μου πεί
πως τα χρόνια είναι κύμα
που τελειώνουν στην ακτή.
Το κεφάλι της μου γνέθει
στη ζωή της λέει ναί
καλημέρες-καληνύχτες
που δεν είπαμε ποτέ.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια γριούλα με πληγώνει,
μιά καρδιά που είναι μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
Με το χέρι της μου στέλνει
φιλικό χαιρετισμό
κι' αν καμιά φορά θα λείπει
νοιώθω πως ανησυχώ.
Δεν μιλήσαμε ποτέ μας
ούτε πρόκειται θαρρώ
μα τα λέμε στ΄ονειρά μας
κι ας υπάρχει το κενό.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια ελπίδα με ενώνει
μια γριούλα μένει μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
-----------------------------------
ΜΙΑ ZΩΗ
Έψελνε ο μαϊστρος
στα μαλλιά της.
Κι εγώ τρελός
Στην αγκαλιά της
Ένας μικρός Θεός.
Νανούριζε
Τ’αστέρια της
Η νύχτα
Κι’ εσύ μην πείς
Την καληνύχτα
Άστην να την πεί
Ο ουρανός.
Κι΄αν δεν υπήρχες
Θα σ΄είχα πλάσει
Στα ‘ονειρά μου
Κάποια βραδυά
Μια ζωή
Δεν θα μου φθάσει
Να σε γεμίζω με φιλιά
Μια ζωή
δεν θα μου φθάσει
να σε κρατάω αγκαλιά.
---------------------
ΝΑΥΑΓΟΣ
Η ζωή μου βάρος
ξεχασμένος φάρος
στον ωκεανό,
κύματα τα πάθη
μη μιλάς για λάθη
σ΄ενα ναυαγό.
Δήθεν και λαμόγια
πνίγομαι στα λόγια
χώρα στο βυθό,
ακούστε με φωνάζω
φακελάκι βάζω
πάλι στο γιατρό,
αχ πως να σωθώ.
Μοναξιάς μνημείο
χώρα πολυθρόνας
των τηλεκοντρόλ,
μια ζωή χειμώνας
ζούμε για το γκόλ.
Χώρα επαιτείας
τηλεαδικίας
πάθος κινητών,
χώρα των απόντων
ξένων συμφερόντων
των αλλοδαπών.
Ξένος στη δουλειά μου
χάπια τα όνειρα μου
μόνιμα απών
Χάθηκαν οι φίλοι
σώπασαν οι λίγοι
χώρα των λαθών.
Ακούστε με φωνάζω
φακελάκι βάζω
φθάνει δεν μπορώ
αχ πως να σωθώ.
Η ζωή μου βάρος
ξεχασμένος φάρος
στον ωκεανό,
κύματα τα πάθη
μη μιλάς για λάθη
σ΄ενα ναυαγό.
Δήθεν και λαμόγια
πνίγομαι στα λόγια
χώρα στο βυθό,
ακούστε με φωνάζω
φακελάκι βάζω
πάλι στο γιατρό,
αχ πως να σωθώ.
Μοναξιάς μνημείο
χώρα πολυθρόνας
των τηλεκοντρόλ,
μια ζωή χειμώνας
ζούμε για το γκόλ.
Χώρα επαιτείας
τηλεαδικίας
πάθος κινητών,
χώρα των απόντων
ξένων συμφερόντων
των αλλοδαπών.
Ξένος στη δουλειά μου
χάπια τα όνειρα μου
μόνιμα απών
Χάθηκαν οι φίλοι
σώπασαν οι λίγοι
χώρα των λαθών.
Ακούστε με φωνάζω
φακελάκι βάζω
φθάνει δεν μπορώ
αχ πως να σωθώ.
------------------------
ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Δεν θα σου τάξω
γη και ουρανό,
Ούτε χρυσάφια,
ήλιους και αστέρια.
Θέλω μονάχα
να σου πώ
για τα χαμένα
καλοκαίρια.
Τις νύχτες
που σε κέρναγα
αρμύρα
γυρμένοι
στ' αποκούμπι
του ονείρου,
της θάλασσας
ακούγοντας
τη λύρα
Ταμένοι
στην απόγνωση
τ΄ απείρου.
Θέλω στη σκέψη σου
να γίνω
τρεχαντήρι,
στης άνοιξης
τη νιότη
να χαθώ
Ξυπόλυτοι
στου πάθους
το λιοπύρι
να σκύψω
να σου πώ
τα σ΄αγαπώ.
Nα γίνω
κοκκαλάκι
στα μαλιά σου,
στα πόδια σου
διάφανο καλτσόν
λάφυρα
να πάρω
τα φιλιά σου
δραπέτες
στο νησί
των πειρατών.
Θέλω
για πάντα
στην ψυχή σου
να αράξω
να μείνεις
μια αθάνατη
κολώνια
στο μπράτσο
τη μορφή σου
να χαράξω,
αγάλματα
να μείνουνε
τα χρόνια.
Θέλω
να μείνω
έφηβος
αιώνια
σαν ένα
διαβολάκι
που τραβάει
τα
παντελόνια.
-------------------------------------
γη και ουρανό,
Ούτε χρυσάφια,
ήλιους και αστέρια.
Θέλω μονάχα
να σου πώ
για τα χαμένα
καλοκαίρια.
Τις νύχτες
που σε κέρναγα
αρμύρα
γυρμένοι
στ' αποκούμπι
του ονείρου,
της θάλασσας
ακούγοντας
τη λύρα
Ταμένοι
στην απόγνωση
τ΄ απείρου.
Θέλω στη σκέψη σου
να γίνω
τρεχαντήρι,
στης άνοιξης
τη νιότη
να χαθώ
Ξυπόλυτοι
στου πάθους
το λιοπύρι
να σκύψω
να σου πώ
τα σ΄αγαπώ.
Nα γίνω
κοκκαλάκι
στα μαλιά σου,
στα πόδια σου
διάφανο καλτσόν
λάφυρα
να πάρω
τα φιλιά σου
δραπέτες
στο νησί
των πειρατών.
Θέλω
για πάντα
στην ψυχή σου
να αράξω
να μείνεις
μια αθάνατη
κολώνια
στο μπράτσο
τη μορφή σου
να χαράξω,
αγάλματα
να μείνουνε
τα χρόνια.
Θέλω
να μείνω
έφηβος
αιώνια
σαν ένα
διαβολάκι
που τραβάει
τα
παντελόνια.
-------------------------------------
ΑΠΟΡΙΕΣ
Είμαι ένα θύμα
Δεν λαμβάνω σήμα
Από τους ανθρώπους
Κι απορώ,
Γύρω ξηρασία
Δήθεν και ανία
Χάθηκαν οι φίλοι
Κι απορώ.
Τέλειωσαν οι νύχτες
Σαν τις καληνύχτες
Που ζητώ,
Τώρα στα κανάλια
Των πολλών τα χάλια
Βλέπω τη ζωή μου
Κι απορώ.
Θέλω να φωνάξω
Τωρα θα ξεσπάσω
Αλμα στο κενό
Μέσα στα σεντόνια
Γέρικα καμιόνια
Χάθηκαν τα χρόνια
Σαν νερό.,
Εδωσα τα πάντα
Ονειρα λεζάντα
Κι εμεινε μια λάμψη
Στο φακό,
Εδωσα τα πάντα
Μ’εαβαλαν στην πάντα,
Κι εχω τωρα φίλο
Ένα κινητό.
Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Ο μπάρμπα Παντελής
με τα ποδήλατα
μάστορας στις ρόδες
και στ΄αδύνατα,
λεπτός , σεμνός
κι αγαπημένος
σου έδειχνε
πως είναι ευτυχισμένος.
Ο μπάρπα Παντελής
ενας πού πέρασε,
ποδήλατο η μοίρα
τον προσπέρασε,
τις ρόδες
της ζωής του
τις μετράει
τώρα
απ΄ τα αστέρια
μας κοιτάει.
Ειν΄η ζωή μας
πεταλιές
ήσουν Παντελή μας
φώς στο χτές,
ποδήλατο που
χάλασε στο χρόνο,
να ξέρεις σε θυμάμαι
αυτό μόνο.
Ο μπάρμπα Παντελής
με τα ποδήλατα
μάστορας στις ρόδες
και στ΄αδύνατα,
λεπτός , σεμνός
κι αγαπημένος
σου έδειχνε
πως είναι ευτυχισμένος.
Ο μπάρπα Παντελής
ενας πού πέρασε,
ποδήλατο η μοίρα
τον προσπέρασε,
τις ρόδες
της ζωής του
τις μετράει
τώρα
απ΄ τα αστέρια
μας κοιτάει.
Ειν΄η ζωή μας
πεταλιές
ήσουν Παντελή μας
φώς στο χτές,
ποδήλατο που
χάλασε στο χρόνο,
να ξέρεις σε θυμάμαι
αυτό μόνο.
------------------------------
ΑΗ ΓΙΑΝΝΗΣ
Τα πεύκα σαν στρατός
που κατεβαίνει
στη μάχη των κυμάτων
να βρεθεί,
άγρυπνος φρουρός
Φανερωμένη,
στο πέλαγος μια βάρκα
με πανί.
Τα διάφανα νερά
στο Κρυονέρι
μνήμες τα κοχύλια
στο βυθό,
εκεί που σε φιλούσα
καλοκαίρι
σκιρτώντας
με το πρώτο σ΄αγαπώ.
Στους Μύλους
ξαναγύρισαν
τα χρόνια,
θυμήθηκα
το πρώτο ραντεβού
μύριζε η πρώτη σου
κολώνια
όμηροι του άγουρου
φιλιού.
Γυμνοί
μια αγκαλιά
δίπλα στο κύμα,
δοσμένοι στου ονείρου
την ορμή,
τα χρόνια μας προδώσανε
τι κρίμα,
την όμορφη
δεν ζήσαμε ζωή.
Τα βράδυα
Πού μετρούσαμε
τ΄αστέρια
στις δύσες που σου παίρνουν
το μυαλό,
Κι ας χάθηκαν τόσα καλοκαίρια
στη σκέψη μου θα μείνεις
φυλακτό.
Και πάλι θα σε βρώ
Στον Αη Γιάννη
εκεί που η καρδιά
βρίσκει λιμάνι
στους ήλιους
που μας φώτισαν τη νιότη
απέναντι στο χρόνο
τον προδότη.
Και πάλι θα σε βρώ
στο Κρυονέρι
να ζήσουμε το πρώτο’
καλοκαίρι,
τα χάδια μας να γίνουν
προσκεφάλι
να πούμε
η ζωή εδώ είναι πάλι.
Τα πεύκα σαν στρατός
που κατεβαίνει
στη μάχη των κυμάτων
να βρεθεί,
άγρυπνος φρουρός
Φανερωμένη,
στο πέλαγος μια βάρκα
με πανί.
Τα διάφανα νερά
στο Κρυονέρι
μνήμες τα κοχύλια
στο βυθό,
εκεί που σε φιλούσα
καλοκαίρι
σκιρτώντας
με το πρώτο σ΄αγαπώ.
Στους Μύλους
ξαναγύρισαν
τα χρόνια,
θυμήθηκα
το πρώτο ραντεβού
μύριζε η πρώτη σου
κολώνια
όμηροι του άγουρου
φιλιού.
Γυμνοί
μια αγκαλιά
δίπλα στο κύμα,
δοσμένοι στου ονείρου
την ορμή,
τα χρόνια μας προδώσανε
τι κρίμα,
την όμορφη
δεν ζήσαμε ζωή.
Τα βράδυα
Πού μετρούσαμε
τ΄αστέρια
στις δύσες που σου παίρνουν
το μυαλό,
Κι ας χάθηκαν τόσα καλοκαίρια
στη σκέψη μου θα μείνεις
φυλακτό.
Και πάλι θα σε βρώ
Στον Αη Γιάννη
εκεί που η καρδιά
βρίσκει λιμάνι
στους ήλιους
που μας φώτισαν τη νιότη
απέναντι στο χρόνο
τον προδότη.
Και πάλι θα σε βρώ
στο Κρυονέρι
να ζήσουμε το πρώτο’
καλοκαίρι,
τα χάδια μας να γίνουν
προσκεφάλι
να πούμε
η ζωή εδώ είναι πάλι.
--------------------------------------------------
ΚΥΡΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ
Γονυπετής στο θρόνο σου
θαρθώ να προσκυνήσω
σε τάματα και όνειρα
σεμνά θα ακουμπήσω.
Κεριά, λιβάνια,θυμιατά
ευλαβικά θ΄ανάψω
για τη ζωή που χάθηκε
ανήμπορος θα κλάψω.
Λαχτάρα να σε δώ πρίν ξεψυχήσω
να κάνω το σταυρό μου μ΄ένα δάκρυ
κι από ψηλά τη θέα ν αντικρύσω
εκεί που η ματιά δεν βρίσκει άκρη.
Κρινάκια του γιαλού θα τη στολίσω
την άγια σου εικόνα τη σεπτή σου,
θα στείλω αγγελόύδια να προλάβουν
να στήσουν πανηγύρι στη γιορτή σου.
Κυρά Φανερωμένη μου ας έρθω πρίν πεθάνω
να γείρω τη λατρεία μου στο ιερό επάνω,
να έρθω με τα πόδια μου ν’ ανάψω μια λαμπάδα
που ο Θεός μ΄αξίωσε να είμαι απ΄τη Λευκάδα.
Κι αν ‘ηξερα την ώρα που θα ‘φύγω’
σαν γλάρος η ψυχή να φτερουγίσει,
θα έπαιρνα μαζι μου λίγο μύρο
να έδινα στον χάρο να μ΄αφήσει.
Γονυπετής στο θρόνο σου
θαρθώ να προσκυνήσω
σε τάματα και όνειρα
σεμνά θα ακουμπήσω.
Κεριά, λιβάνια,θυμιατά
ευλαβικά θ΄ανάψω
για τη ζωή που χάθηκε
ανήμπορος θα κλάψω.
Λαχτάρα να σε δώ πρίν ξεψυχήσω
να κάνω το σταυρό μου μ΄ένα δάκρυ
κι από ψηλά τη θέα ν αντικρύσω
εκεί που η ματιά δεν βρίσκει άκρη.
Κρινάκια του γιαλού θα τη στολίσω
την άγια σου εικόνα τη σεπτή σου,
θα στείλω αγγελόύδια να προλάβουν
να στήσουν πανηγύρι στη γιορτή σου.
Κυρά Φανερωμένη μου ας έρθω πρίν πεθάνω
να γείρω τη λατρεία μου στο ιερό επάνω,
να έρθω με τα πόδια μου ν’ ανάψω μια λαμπάδα
που ο Θεός μ΄αξίωσε να είμαι απ΄τη Λευκάδα.
Κι αν ‘ηξερα την ώρα που θα ‘φύγω’
σαν γλάρος η ψυχή να φτερουγίσει,
θα έπαιρνα μαζι μου λίγο μύρο
να έδινα στον χάρο να μ΄αφήσει.
----------------------------------------------------------------
ΤΡΙΑ ΠΕΖΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑ
ΓΕΩΡΓΑΚΗ
ΠΡΕΠΕΙ
Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους .Να σκάψουμε τη ψυχή τους .Να μιλήσουμε ανοιχτά.Χωρίς προσχήματα και υποκρισίες.Να ανταμώσουμε τη μοναξιά τους. Φωλιάζοντας στα φυλλοκάρδια τους.Να τους δώσουμε αγάπη.Να σκύψουμε στα όνειρα που έχασαν .Και να τους παρηγορήσουμε για τους ανθρώπους που τους πλήγωσαν.Να ενδοσκοπήσουμε τις επιθυμίες τους.Και να σηκώσουμε τα σκυμμένα κεφάλια τους.
Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους. Να τους δώσουμε τις χαρές που δεν εζησαν. Να τους αφήσουμε δώρα έξω από τις πόρτες τους.Χωρίς να μάθουν ποιος τα έστειλε.Να τους κλείσουμε τις τηλεοράσεις, τα κινητά και τα κομπιούτερ για να μιλήσουμε.Να ενώσουμε τις ευτυχισμένες μας στιγμές.Και να απολαύσουμε ηλιοβασιλέματα που δεν εδυσαν.Πρέπει να εισβάλουμε στα θέλω τους.Αφαιρώντας τις άσχημες σκέψεις τους.Να τους ξαναδώσουμε τη χαμένη τους αξιοπρέπεια.
Πρέπει΄να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους. Να βάλουμε τα όμορφα παιδικά τους χρόνια σε ομηρεία.Και να κλείσουμε τις αγκαλιές που δεν ανοιξαν. Με τις καληνύχτες που δεν είπαμε ακόμη.Θύματα των ανεκπλήρωτων οργασμών.Με τις καρδιές φωτεινές, όπως οι πυγολαμπίδες την Πρωτομαγιά.Να στείλουμε χάρτινους αετούς τα φωτεινά μας χαμόγελα.Για να ζηλέψουν τα σύννεφα.
Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους.Πρέπει..
Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους .Να σκάψουμε τη ψυχή τους .Να μιλήσουμε ανοιχτά.Χωρίς προσχήματα και υποκρισίες.Να ανταμώσουμε τη μοναξιά τους. Φωλιάζοντας στα φυλλοκάρδια τους.Να τους δώσουμε αγάπη.Να σκύψουμε στα όνειρα που έχασαν .Και να τους παρηγορήσουμε για τους ανθρώπους που τους πλήγωσαν.Να ενδοσκοπήσουμε τις επιθυμίες τους.Και να σηκώσουμε τα σκυμμένα κεφάλια τους.
Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους. Να τους δώσουμε τις χαρές που δεν εζησαν. Να τους αφήσουμε δώρα έξω από τις πόρτες τους.Χωρίς να μάθουν ποιος τα έστειλε.Να τους κλείσουμε τις τηλεοράσεις, τα κινητά και τα κομπιούτερ για να μιλήσουμε.Να ενώσουμε τις ευτυχισμένες μας στιγμές.Και να απολαύσουμε ηλιοβασιλέματα που δεν εδυσαν.Πρέπει να εισβάλουμε στα θέλω τους.Αφαιρώντας τις άσχημες σκέψεις τους.Να τους ξαναδώσουμε τη χαμένη τους αξιοπρέπεια.
Πρέπει΄να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους. Να βάλουμε τα όμορφα παιδικά τους χρόνια σε ομηρεία.Και να κλείσουμε τις αγκαλιές που δεν ανοιξαν. Με τις καληνύχτες που δεν είπαμε ακόμη.Θύματα των ανεκπλήρωτων οργασμών.Με τις καρδιές φωτεινές, όπως οι πυγολαμπίδες την Πρωτομαγιά.Να στείλουμε χάρτινους αετούς τα φωτεινά μας χαμόγελα.Για να ζηλέψουν τα σύννεφα.
Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους.Πρέπει..
---------------------
Η ΗΔΟΝΗ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ
Βουτιές στα μουράγια του Κάστρου. Μπάλα στην άμμο. Μπάνιο στην αμμόγλωσσα και στο φαναράκι. Μια εποχή, μια ανάμνηση. Μια Λευκάδα. Και θυμόμαστε, γυρίζουμε πίσω στο χρόνο για να περάσουμε νοερώς όμορφα, να απολαύσουμε την ηδονή της ανάμνησης αφού η ζωή μας σήμερα έγινε αφόρητη, μοναχική, πληκτική, σημαδεμένη από την πρωτοφανή οικονομική κρίση,την κατάθλιψη,την ανασφάλεια, το φθόνο και την υποκρισία.
Θυμάμαι πηγαίναμε στο Κάστρο με τον Μαγγελάνο, τη βάρκα του Αργύρη και του Ντίνου του Μπαμπάρου. Με το μαϊστράλι να χαϊδεύει τα πρόσωπα μας, να πετάει τα καπέλα.
Με τις φθηνές σαγιονάρες( ή συνήθως ξυπόλυτοι )και το μισοτρύπιο μαγιό. Με την αλμύρα να ξεραίνεται στο δέρμα. Και νάσου φόρα για το μακροβούτι, για το ποιος θα κερδίσει. Και να τα καλαμπούρια και τα πειράγματα. Και τα απόβραδα με τις πυγολαμπίδες στην Κουζούντελη, στα καφενεία με τη σουμάδα και τα παξιμάδια. Βόλτα στο παζάρι και στο μώλο.
Αχ αυτά τα παιδικά μας χρόνια. Τα παιδικά χρόνια που μας σημαδεύουν. Όλους. Και θα μας σημαδεύουν για όλη μας τη ζωή. Γιατί είναι τα καλύτερα. Τα ομορφότερα. Τα αγαπημένα.
Και δεν ειναι μόνο οι μνήμες, οι όμορφες στιγμές, οι πρώτοι έρωτες, τα άγουρα όνειρα, τα φαρομανητά. Είναι οι αναμνήσεις από τις αξέχαστες μυρωδιές αλλά και απο τους ήχους. Oι μυρωδιές και οι ήχοι από τη Λευκάδα. Αξέχαστες. Μοναδικές. Ανεπανάληπτες.
Οι μυρωδιές από το βρεγμένο χώμα στα Βαρδάνια. Και από τους γέρικους ευκάλυπτους. Από τη μουτελη στο μόλο και τα ‘ληγμένα» φύκια στο Ιβάρι. Οι διαφορετικές μυρωδιές. Οι αγαπημένες. Του μάραθου στο Κάστρο. Της ασετιλίνης στο πυροφάνι. Των μαντολάτων και της σουμάδας. Του χαλασμένου ξύλου στου ‘Πάπιου’. Της ξεραμένης αλμύρας στο δέρμα ένα Αυγουστιάτικο απομεσήμερο. Των λασπωμένων αυλακιών στου Πουλιού. Η μυρωδιά από το καμένο κερί στον επιτάφιο, στον Αη Νικόλα. Από το Κυριακάτικο, μεσημεριανό. τραπέζι, (με την κατσαρόλα να ‘χοροπηδάει’ από ευχαρίστηση που ολοκλήρωσε το έργο της). Η μυρωδιά των περιβολιών την Πρωτομαγιά. Και του ξεροψημενου ψωμιού απο το φούρνο της Λιόνταινας και του Δειβέκη. Του πρώτου τετραδίου. Και της φθηνής κολόνιας μετά το εφηβικό ξύρισμα. Της βρασμένης κουκούτσας και του φρέσκου ψαριού. Οι μυρωδιές που έρχονται και σήμερα και με συντροφεύουν.
Αλλά είναι και αυτοί οι ‘ηχοι, τα ακούσματα. Που με κυνηγάνε. Με χαιδευουν ακομη στα αυτια μου. Οι ηχοι της τρελαμένης καρδιάς στο πρώτο ραντεβού. Ο ήχος τις βροχής πάνω στο τσίγκο. Της σάμπας και της μαζούρκας στο ‘Πάνθεον’. Της φιλαρμονικής και της μεταμεσονύχτιας καντάδας. Της κορνέτας του Καμινάρη. Και της Διάνας την Πρωτοχρονιά. Το χαχανητό του Κοκοκιώρου. Οι φωνές των φολκλορικών συγκροτημάτων στο φεστιβάλ. Οι μπαλιές από το ποδόσφαιρο των φυλακισμένων μέσα στις φυλακές. Ο ήχος από τις σιδερένιες ρόδες από το κάρο του παππού μου, του Νιόνιου. Και από τη καμπάνα της Παναγίας των Ξένων.
Οι ήχοι των γλάρων στη λιμνοθάλασσα. Και των αδέσποτων σκυλιών στην Αγία Κ άρα. Μυρωδιές και ήχοι. Ηχοι και μυρωδιές.
Που μαζί με τις εικόνες, με τις μνήμες θα με κυνηγούν, θα με μαγεύουν, θα με σημαδεύουν για πάντα.
Βουτιές στα μουράγια του Κάστρου. Μπάλα στην άμμο. Μπάνιο στην αμμόγλωσσα και στο φαναράκι. Μια εποχή, μια ανάμνηση. Μια Λευκάδα. Και θυμόμαστε, γυρίζουμε πίσω στο χρόνο για να περάσουμε νοερώς όμορφα, να απολαύσουμε την ηδονή της ανάμνησης αφού η ζωή μας σήμερα έγινε αφόρητη, μοναχική, πληκτική, σημαδεμένη από την πρωτοφανή οικονομική κρίση,την κατάθλιψη,την ανασφάλεια, το φθόνο και την υποκρισία.
Θυμάμαι πηγαίναμε στο Κάστρο με τον Μαγγελάνο, τη βάρκα του Αργύρη και του Ντίνου του Μπαμπάρου. Με το μαϊστράλι να χαϊδεύει τα πρόσωπα μας, να πετάει τα καπέλα.
Με τις φθηνές σαγιονάρες( ή συνήθως ξυπόλυτοι )και το μισοτρύπιο μαγιό. Με την αλμύρα να ξεραίνεται στο δέρμα. Και νάσου φόρα για το μακροβούτι, για το ποιος θα κερδίσει. Και να τα καλαμπούρια και τα πειράγματα. Και τα απόβραδα με τις πυγολαμπίδες στην Κουζούντελη, στα καφενεία με τη σουμάδα και τα παξιμάδια. Βόλτα στο παζάρι και στο μώλο.
Αχ αυτά τα παιδικά μας χρόνια. Τα παιδικά χρόνια που μας σημαδεύουν. Όλους. Και θα μας σημαδεύουν για όλη μας τη ζωή. Γιατί είναι τα καλύτερα. Τα ομορφότερα. Τα αγαπημένα.
Και δεν ειναι μόνο οι μνήμες, οι όμορφες στιγμές, οι πρώτοι έρωτες, τα άγουρα όνειρα, τα φαρομανητά. Είναι οι αναμνήσεις από τις αξέχαστες μυρωδιές αλλά και απο τους ήχους. Oι μυρωδιές και οι ήχοι από τη Λευκάδα. Αξέχαστες. Μοναδικές. Ανεπανάληπτες.
Οι μυρωδιές από το βρεγμένο χώμα στα Βαρδάνια. Και από τους γέρικους ευκάλυπτους. Από τη μουτελη στο μόλο και τα ‘ληγμένα» φύκια στο Ιβάρι. Οι διαφορετικές μυρωδιές. Οι αγαπημένες. Του μάραθου στο Κάστρο. Της ασετιλίνης στο πυροφάνι. Των μαντολάτων και της σουμάδας. Του χαλασμένου ξύλου στου ‘Πάπιου’. Της ξεραμένης αλμύρας στο δέρμα ένα Αυγουστιάτικο απομεσήμερο. Των λασπωμένων αυλακιών στου Πουλιού. Η μυρωδιά από το καμένο κερί στον επιτάφιο, στον Αη Νικόλα. Από το Κυριακάτικο, μεσημεριανό. τραπέζι, (με την κατσαρόλα να ‘χοροπηδάει’ από ευχαρίστηση που ολοκλήρωσε το έργο της). Η μυρωδιά των περιβολιών την Πρωτομαγιά. Και του ξεροψημενου ψωμιού απο το φούρνο της Λιόνταινας και του Δειβέκη. Του πρώτου τετραδίου. Και της φθηνής κολόνιας μετά το εφηβικό ξύρισμα. Της βρασμένης κουκούτσας και του φρέσκου ψαριού. Οι μυρωδιές που έρχονται και σήμερα και με συντροφεύουν.
Αλλά είναι και αυτοί οι ‘ηχοι, τα ακούσματα. Που με κυνηγάνε. Με χαιδευουν ακομη στα αυτια μου. Οι ηχοι της τρελαμένης καρδιάς στο πρώτο ραντεβού. Ο ήχος τις βροχής πάνω στο τσίγκο. Της σάμπας και της μαζούρκας στο ‘Πάνθεον’. Της φιλαρμονικής και της μεταμεσονύχτιας καντάδας. Της κορνέτας του Καμινάρη. Και της Διάνας την Πρωτοχρονιά. Το χαχανητό του Κοκοκιώρου. Οι φωνές των φολκλορικών συγκροτημάτων στο φεστιβάλ. Οι μπαλιές από το ποδόσφαιρο των φυλακισμένων μέσα στις φυλακές. Ο ήχος από τις σιδερένιες ρόδες από το κάρο του παππού μου, του Νιόνιου. Και από τη καμπάνα της Παναγίας των Ξένων.
Οι ήχοι των γλάρων στη λιμνοθάλασσα. Και των αδέσποτων σκυλιών στην Αγία Κ άρα. Μυρωδιές και ήχοι. Ηχοι και μυρωδιές.
Που μαζί με τις εικόνες, με τις μνήμες θα με κυνηγούν, θα με μαγεύουν, θα με σημαδεύουν για πάντα.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣΕίναι κατεργάρης αυτός ο μαίστρος.Τρυπώνει παντού.Ψέλνει στα ξανθά μαλλιά της Μαρίας.Και ξεσηκώνει τα φύκια.Πετάει καπέλα και ομπρέλες.Και λαχανιάζει στο θρόισμα τα γέρικα πλατάνια.Στρίβει ασθμαίνοντας στα καντούνια.Παρασύροντας χαρτιά και αποτσίγαρα.Κι έρχεται φουριόζος να δονήσει τα κυκλάμινα στα μπαλκόνια.Ενοχλώντας ακόμη και τις καλαμιές που υποκλίνονται ευλαβικά στο πέρασμά του.Αλλα και τα κατάρτια.Σαν σβούρα τραντάζει τα σχοινιά σε ένα αργόσυρτο βουητό μιάς αλλόκοτης μουσικής.Μαλώνει με τα κύματα που διαμαρτύρονται με κυματισμούς.Και αναγκάζει τους γλάρους να αλλάξουν τις περιπολίες τους.
Είναι κατεργάρης ο μαϊστρος.Σβύνει τα σπίρτα για το τσιγάρο.Και τραντάζει τα πανιά στις βάρκες προσφέροντας τη στύση του.Λαμπάζει τα παραθυρόφυλλα.Σαν εισβολέας λικνίζει τις σημαιες.Χαιδευοντας τα πρόσωπα μας στη βραδινή βόλτα στην παραλία.Μεταφέροντας υπομονετικά ήχους και κουβέντες.Και σαν αλήτης τραγουδάει στις στέγες των σπιτιών.Εξαντλωντας τις φλόγες των κεριών.
Είναι κατεργάρης ο μαϊστρος.Είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου