Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

 

ΣΤΙΧΟΙ  ΗΛΙΑ  ΓΕΩΡΓΑΚΗ

 --------------------------------------------

ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟ

Μικρό μου αγριολούλουδο

στο βράχο είσαι μόνο,

φίλος σου η μοναξιά

γεννήθηκες με πόνο.

Οι άνεμοι σε πρόδωσαν

σκυμένο, λαβωμένο

αλλά θα αντιστέκεσαι

κι ας είχαν τελειωμένο.

Μικρό μου αγριολούλουδο

έρημο σπουργίτη,

κανένας δεν σε νοιάστηκε

τη λύπη έχεις σπίτι.

Μικρό μου αγριολούλουδο

σε βράχο ρημαγμένο,

την πίκρα έχεις συντροφιά

μονάχο, μαραμένο.

Να ξέρεις πώς σε σκέφτομαι

τίς νύχτες με το κρύο,

στη ζωή ταιριάζουμε

αντάμα εμείς οι δύο.

--------------------------------------

ΑΝΘΗΡΟ

Σε περιβόλι ολάνθιστο

ξανά θα σε φιλήσω

τα χείλη σου τα άγουρα

με γιούλια θα τα κλείσω.

Της νιότης ροδοπέταλα

θα ράνουν το κορμί σου

σε κόκκινα γαρύφαλα

στεφάνι η ζωή σου.

Κίτρινα χρυσάνθεμα

θα λούσουν τα μαλλιά σου

κρίνοι και κυκλάμινα,

ανθός η αγκαλιά σου.

Τουλίπες, γιασεμιά και ανεμώνες

θα πλέξω σαν παλιά Πρωτομαγιά,

κι ας φεύγουν καλοκαίρια και χειμώνες

εγώ θα σ΄έχω πάντα αγκαλιά.

Τα χόρτα θα τα στρώσω με ζουμπούλια

τα σώματα θα είναι η αφορμή,

γυμνοί θα συναντήσουμε την πούλια

να έρθει να ζηλέψει η ζωή.

-------------------------------------

ΚΑΝΤΑΔΑ

Κάτω απ΄ το παραθύρι σου

καντάδα θα σου κάνω,

θέλω να δώ τα μάτια σου

ακόμα κι άς πεθάνω.

Το όμορφο χαμόγελο

καρδιές που έχει κλέψει,

ακόμη και ο ουρανός

εσένα θα ζηλέψει.

----------------------

Με το θρόισμα των φύλλων

θα σού πω το σ΄ αγαπώ

‘ανοιξε το παραθύρι

γιατί θα τρελαθώ.

----------------

Θα καλέσω τα αστέρια

να φωτήσουν το μπαλκόνι

να σε δώ έστω για λίγο

να μην λές πως είσαι μόνη.

-------

Τα μαλλιά σου να χαιδέψω

και τα μάτια σου να δώ,

τη ζωή να φχαριστήσω

που με έκανε Θεό.

 

Καρδιές μ΄ασημοφέγγαρα

θα στείλω σαν μπαλόνια,

στο πρόσωπο που λάτρεψα

να φύγουνε τα χρόνια.

------------------------------------

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΛΙΑΚΑΔΑ

Έσβηνε το κύμα στη Νηρά

λάφυρα ζητούσε ο αγέρας,

κέντησαν αστέρια στην Καρυά,

έφυγε στο ψάρεμα ο πατέρας.

Μέθυσαν οι γλάροι στο Βλυχό,

κρύφτηκε η νύχτα στο Δεσίμι,

είσαι της καρδιάς μου μυστικό,

άγκυρα που έμεινε στη μνήμη.

Χειμωνιάτικη λιακάδα

βρίσκεις πάντα αφορμή,

να γυρίσω στη Λευκάδα

όταν ήμουνα παιδί,

να νοικιάσω μαϊστράλια

να με φέρουν στο Νυδρί,

στην αμμόγλωσσα να τρέξω

με τα φύκια προσευχή.

Άναψα κερί στην Παναγιά

τάμα στην Κυρά για να γυρίσω,

με το παραγάδι στ' ανοιχτά

θάλασσα στην πλώρη να μυρίσω.

Έσκιζε η βάρκα το νερό

βγήκε στη Λυγιά το πυροφάνι,

έκανα το πάθος μου σκοπό

είσαι της ζωής μου το λιμάνι.

Χειμωνιάτικη λιακάδα

βρίσκεις πάντα αφορμή,

να γυρίσω στη Λευκάδα

όταν ήμουνα παιδί,

στην Καρυά να ξαποστάσω

στα πλατάνια τα παλιά,

να μεθύσω στα Χορτάτα,

να διψάσω στα Φρυά.

Να βρεθώ στο Μεγανήσι,

Κατωμέρι και Βαθύ,

δειλινό στο Σπαρτοχώρι

με τονιά στην κουπαστή.

Να σταθώ στα Λαζαράτα,

Καλαμίτσι, Μαδουρή,

να γελάσω στους Σφακιώτες,

με δροσιά στη Βαυκερή.

Χειμωνιάτικη λιακάδα

βρίσκεις πάντα αφορμή

να με στείλεις στο Δρυμώνα

Σύβρο, Πόρο κι Εγκλουβή

να τρυγήσω το αμπέλι,

να μαζέψω τιs ελιές,

να μυρίσω άγιο χώμα

στης Ελάτης τις κορφές.

Να ψαρέψω στο Ιβάρι,

στο κανάλι με συρτή,

με ολόγιομο φεγγάρι

να καλέσω τη ζωή.

Χειμωνιάτικη λιακάδα

βρίσκεις πάντα

αφορμή...

------------------------------

ΜΟΝΟΞΥΛΟ

Δεν έχει όνομα,

είναι σβυσμενο,

ένα ναυάγιο

παρατημένο.

Κάποτε έτρεχε

τρελά στο κύμα

τώρα τελείωσε

στεριά το μνήμα.

Χορτάρια τύλιξαν

σκαρί και πλώρη,

έγινε έρμαιο

στο ξεροβόρι.

------

Κανείς δεν νοιάζεται

τι θ΄απογίνει,

σάπιο μονόξυλο

στερνή του κλίνη.

Αν ήταν άνθρωπος

θα υπήρχε λύπη,

τώρα ξεχάστηκε

ψαράς του λείπει.

Σάπιο μονόξυλο

τα όνειρά μας

όσο κι αν θέλουμε,

δεν ειν΄δικά μας.

 

Σάπιο μονόξυλο

είναι η ζωή μας,

όσο κι αν ψάχνουμε

δεν ειν’ δική μας.

-------------------------------------

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Τον ήλιο εχεις στο λαιμό

τα δέντρα δαχτυλίδια.

τη θάλασσα πουκάμισο

τη φύση για στρωσίδια.

Της ομορφιάς αρχόντισσα

του γυρισμού λαχτάρα

και τι δε δίνω για να δω

Πουλιού και Αγια Κάρα.

Πέντε καμάρες,Κάστρο μου,

Κυρά Φανερωμένη

νάρθω κοντά σας λαχταρώ

σ’όση ζωή μου μένει.

Από μπονόρα καρτερείς

στον Πόντε αγναντεύεις

να ξέρεις όμως δεν θαρθώ

να μη με περιμένεις.

Λευκάδα δενδρολίβανο

θυμάρι και αλμύρα

Να ζούμε πάντα χωριστά

Το πρόσταξε η μοίρα.

-------------------------------------

 

ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ

Στο παλιό το ΄κονοστάσι

έκανα απόψε στάση,

άναψα κερί με λύπη

για εκείνον που μου λείπει.

Δεκατέσσερις Φλεβάρη

θάρθει η πίκρα να με πάρει,

πως περάσανε τα χρόνια

ατσαλάκωτα σεντόνια.

Του Αγίου Βαλεντίνου

πίνω στην υγεία εκείνου

που με άφησε μονάχη

ενα μαραμένο στάχυ.

Σαν κρινάκι στο γιαλό

που κοιτά τον ουρανό

συντροφιά μου η αλμύρα

πως με πρόδωσε η μοίρα.

Τόσοι όρκοι ξεχασμένοι

νοιώθω τόσο προδομένη

τι σου είναι το μυαλό

νοιώθω πως τον αγαπώ.

Του Αγίου Βαλεντίνου

τα φιλιά ψάχνω εκείνου

που μου έγιναν συνήθεια

μα τον αγαπώ στ' αλήθεια.

------------------------------------------

ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ

Μονάχη της στο μώλο καρτερεί

κουβέρτα το πανί της στη βροχή,

λικνίζεται χορεύοντας με χάρη,

γλεντάνε τα πουλιά απ΄το ιβάρι.

Ταξίδια που θα ήθελε να κάνει

έμεινε στο μώλο μοναχή

την ξέχασε ο χρόνος στο λιμάνι

έζησε μονάχη τη ζωή.

Μια βάρκα ξεχασμένη,

τον ψαρά της περιμένει,

μια ζωή θα τον προσμένει

η ''Kυρά Φανερωμένη

-------------------------------------------------

ΧΩΡΙΣ ΑΥΛΑΙΑ

(ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΗ ΗΘΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΝΟΝΟ

ΗΛΙΑ ΛΟΓΟΘΕΤΗ)

Aπ' την αλμύρα, γόνος του Πουλιού

με την καντάδα τμήμα του μυαλού,

τα δύσκολα τα χρόνια στην Ελλάδα

ανοίγει τα φτερά του απ΄τη Λευκάδα.

Φρούφαλος, Ελένης ον ο γιός

φωνή ταμπεραμέντο, όλο χάρη

στο 'Πανθεον΄θαμώνας τακτικός

με την κιθάρα στα καντούνια σιγοντάρει.

Γαλάζια των ματιών του η θωριά

Λευκάδας να θυμίζει ακρογιάλι,

μεγάλη η ζεστή του η καρδιά

ποθεί του Αη Γιαννιού το μαϊστράλι.

Φιλί που δεν ακούμπησε ποτέ

τα χείλη τα γλυκά που λαχταρούσε

τα κόκκινα χορεύουν στη ζωή

σκεφτόταν συνεχώς, για κείνη ζούσε.

Ο Φίλιππος -Πανάγος αρχηγός

στο πνεύμα και στη σκέψη ήταν πρώτος,

αστεία, συζητήσεις, τσακωμοί

ξενύχταγε μαζί τους κι΄ο Κορώτος.

Κουζουντελη ο δρόμος φωτεινός

απλώνονται παντού πυγολαμπίδες

οι μνήμες μας κρατάνε στη ζωή

όρθιες να στέκουν οι ελπίδες.

Ταλέντο που ζητούσε αφορμή

η φτώχεια ήταν δύσκολη κι΄η πείνα,

μα ξάφνου μια μέρα βροχερή

ξεκίνησε να πάει στην Αθήνα

Οι φίλοι τον παρότρυναν θερμά

φαινόταν στην αρχή σαν ένα αστείο,

φτωχός αλλά με πίστη στη καρδιά

τον έβαλαν στο πρώτο λεωφορείο.

Του πλήρωσαν τα ναύλα ομαδικώς

ανοίγει τα φτερά του προς το φώς

και νατος οντισιόν μπροστά στον Κουν

διαμάντι η φωνή του που ακούν,

Σε στίχους του Πανάγου οι εξετάσεις

πέρασε ευθύς χωρίς συστάσεις

είχε το ταλέντο και τη τύχη

κι΄ας σήκωσε ψηλά ξανα τον πήχυ.

Μεγάλος θεατρίνος θα γεννεί

ψυχή του στο σανίδι εναποθέτει,

στον άνθρωπο που γνώρισες μη πεις:

αυλαία στον Ηλία Λογοθέτη.

------------------------------------------

ΕΛΑ ΚΙ ΕΣΥ

Φτερά του Πήγασου πουλιά της νιότης,

στον ουρανό της πάμε μαζί.

Θαλασσοφέγγαρο η ομορφιά της

στην αγκαλιά της,έλα κι εσύ.

--------

Πάμε στα Σύβοτα πάμε στον Πόρο,

μαίστρου δώρο Βασιλική,

Λευκάδα όνειρο, που δεν τελειώνει

στην αγκαλιά της έλα κι εσύ.

--------

Μπονόρα έστειλα δυο ψαροπούλια

να βρουν την Πούλια στη Μαδουρή,

αστέρια ψάρεψαν στον Αη-Γιάννη

Λυγιά, Αθάνι έλα κι εσύ.

-------

Καρδιάς μου σκίρτημα, μυαλού μου πάθος,

της Γύρας βάθος σας αγαπώ

,Λευκάδα όνειρο που δεν τελειώνει

στην αγκαλιά σου είμαι κι εγώ.

 

--------------------------------------

ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ


Τα  σύννεφα  που  έφυγαν

ξανά  θ΄ακολουθήσω,

για τη ζωή που μούταξες

ζωή θέλω να ζήσω.

 

Θελω  να  φύγω μακρυά

χωρίς  μυαλό και κινητά

να ηρεμήσω,

σε ξεχασμένη  αμμουδιά

στις  χούφτες μου

τη θάλασσα να κλείσω.

Κουρασμένο   σκαρί  το κορμί του

σαν σβυσμένο  καντήλι η ζωή μου,

με πληγώσαν οι άνθρωποι γύρω

ενα ώμο  ζητάω να γείρω,

την ψυχή μου να ακούσουν  ζητάω

οι φωνές που μου λέν σ΄αγαπάω.

Με προδώσαν οι άγιοι

με ξεχάσαν οι φίλοι,

ναυαγός μεσοπέλαγα

με την πίκρα στα χείλη.

Με λύγίσαν τα βάσανα

συντροφιά μου ο πόνος,

μια  ζωή  περιπέτεια

λές και  έζησα μόνος

-----------------------

ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ

Στα στήθη σου απόψε θα κουρνιάσω
σπουργίτη π’ ανακάλυψε φωλιά,
στα δάχτυλα τα όνειρα θα πλάσω
σεντόνια που δεν ξάπλωσαν κορμιά.

Το πάθος μου θα στείλω τρεχαντήρι
στού έρωτα την έρημη αμμουδιά,
ζωές που έγιναν γεφύρι
τ΄αστέρια θα σου δώσω αγκαλιά.

Αγάπη μου να ξέρεις πως σε θέλω
σαν δώρο μια παλιά Πρωτοχρονιά,
ζήλεψαν τα χρόνια που σε ξέρω
στον θάνατο μαζί μια αγκαλιά.

--------------------------------------------------------------------

ΣΟΦΙΑ ΜΟΥ

Σαν χάπι θα γλυστρήσω στο σεντόνι σου

σπασμένο κοκαλάκι στα μαλιά σου,

στο σώμα σου θα στήσω ένα αντίσκηνο

να βγαίνω πρωινά στην αγκαλιά σου.

Κρεβάτι μας θα κάνουμε τα σύννεφα

τ΄αστέρια κινητά μας στο σκοτάδι,

τον πόθο πυροφάνι στην αμμόγλωσα

τα χρόνια θα τα κλείσω σ΄ένα χάδι.

Σοφία της αγάπης και του έρωτα

της νιότης μου το πρώτο καρδιοχτύπι,

ιδρώτας πρωινός στο μαξιλάρι μου

επαίτης με τις στύσεις μου ξενύχτι.

Σοφία της ζωής μου ισοδύναμο

κομμάτι απ΄το κορμί το κουρασμένο,

τα χρόνια που δεν ζήσαμε σε ήξερα

φωνάζαν οι στιγμές να σε προσμένω.

Κι΄αν ‘αδικα ο θάνατος μας χώριζε

ψυχές μας δεν θα βρούνε ησυχία,

άγαλμα θα γίνει η αγάπη μας

αιώνια λατρεία μου , Σοφία.

--------

ΚΥΡΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ

Γονυπετής στο θρόνο σου

θαρθώ να προσκυνήσω

σε τάματα και όνειρα

σεμνά θα ακουμπήσω.

Κεριά, λιβάνια,θυμιατά

ευλαβικά θ΄ανάψω

για τη ζωή που χάθηκε

ανήμπορος θα κλάψω.

Λαχτάρα να σε δώ πρίν ξεψυχήσω

να κάνω το σταυρό μου μ΄ένα δάκρυ

κι από ψηλά τη θέα ν αντικρύσω

εκεί που η ματιά δεν βρίσκει άκρη.

Κρινάκια του γιαλού θα τη στολίσω

την άγια σου εικόνα τη σεπτή σου,

θα στείλω αγγελόύδια να προλάβουν

να στήσουν πανηγύρι στη γιορτή σου.

Κυρά Φανερωμένη μου ας έρθω πρίν πεθάνω

να γείρω τη λατρεία μου στο ιερό επάνω,

να έρθω με τα πόδια μου ν’ ανάψω μια λαμπάδα

που ο Θεός μ΄αξίωσε να είμαι απ΄τη Λευκάδα.

Κι αν ‘ηξερα την ώρα που θα ‘φύγω’

σαν γλάρος η ψυχή να φτερουγίσει,

θα έπαιρνα μαζι μου λίγο μύρο

να έδινα στον χάρο να μ΄αφήσει.

-------------------------------------

ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΣ

‘Εψελνε ο μαίστρος
Στα μαλλιά της,
Κι΄εγώ τρελός
Στην αγκαλιά της
Ενας μικρός Θεός.
Νανούριζε
Τ΄ αστέρια της
Η νύχτα
Κι΄εσύ μην πείς
Την καληνύχτα,
Άστην να την πεί
Ο ουρανός.
Κι΄αν δεν υπήρχες
Θα σ΄είχα πλάσει
Στα όνειρά μου
Κάποια βραδυά
Μια ζωή δεν θα
Μου φθάσει
Να σε γεμίζω με φιλιά.
Μια ζωή δεν θα μου φθάσει
Να σε κρατάω αγκαλιά.

---------------------------

Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ

Ο μπάρμπα Παντελής

με τα ποδήλατα

μάστορας στις ρόδες

και στ΄αδύνατα,

λεπτός , σεμνός

κι αγαπημένος

σου έδειχνε

πως είναι ευτυχισμένος.

Ο μπάρπα Παντελής

ενας πού πέρασε,

ποδήλατο η μοίρα

τον προσπέρασε,

τις ρόδες

της ζωής του

τις μετράει

τώρα

απ΄ τα αστέρια

μας κοιτάει.

Ειν΄η ζωή μας

πεταλιές

ήσουν Παντελή μας

φώς στο χτές,

ποδήλατο που

χάλασε στο χρόνο,

να ξέρεις σε θυμάμαι

αυτό μόνο.

 

-------

ΑΗ ΓΙΑΝΝΗΣ

Τα πεύκα σαν στρατός

που κατεβαίνει

στη μάχη των κυμάτων

να βρεθεί,

άγρυπνος φρουρός

Φανερωμένη,

στο πέλαγος μια βάρκα

με πανί.

Τα διάφανα νερά

στο Κρυονέρι

μνήμες τα κοχύλια

στο βυθό,

εκεί που σε φιλούσα

καλοκαίρι

σκιρτώντας

με το πρώτο σ΄αγαπώ.

Στους Μύλους

ξαναγύρισαν

τα χρόνια,

θυμήθηκα

το πρώτο ραντεβού

μύριζε η πρώτη σου

κολώνια

όμηροι του άγουρου

φιλιού.

Γυμνοί

μια αγκαλιά

δίπλα στο κύμα,

δοσμένοι στου ονείρου

την ορμή,

τα χρόνια μας προδώσανε

τι κρίμα,

την όμορφη

δεν ζήσαμε ζωή.

Τα βράδυα

Πού μετρούσαμε

τ΄αστέρια

στις δύσες που σου παίρνουν

το μυαλό,

Κι ας χάθηκαν τόσα καλοκαίρια

στη σκέψη μου θα μείνεις

φυλακτό.

Και πάλι θα σε βρώ

Στον Αη Γιάννη

εκεί που η καρδιά

βρίσκει λιμάνι

στους ήλιους

που μας φώτισαν τη νιότη

απέναντι στο χρόνο

τον προδότη.

Και πάλι θα σε βρώ

στο Κρυονέρι

να ζήσουμε το πρώτο’

καλοκαίρι,

τα χάδια μας να γίνουν

προσκεφάλι

να πούμε

η ζωή εδώ είναι πάλι.

----

ΖΩΗ

Γλυκά εφύσαγε τ΄αγέρι

έσχιζε η βάρκα το νερό,

κι εσύ μου έπιασες το χέρι

και μούπες σιγανά το σ΄αγαπώ.

-------

Παιγνίδια έπαιζαν οι γλάροι,

σκιρτούσε η καρδιά μου ακορνεόν,

τα χείλη σου φιλούσαν σε μια ζάλη

ξεχάσαμε κι οι δυό το παρελθόν.

-----

Η θάλασσα το ξέρω μου ταιριάζει

ανήσυχη, συχνά φουρτουνιασμένη

ψυχή που έζησε στ΄αγιάζι

κουράστηκε θαρρώ να περιμένει.

----

Ανείπωτη χαρά ειν΄η ζωή μας

κι ‘ομως την σκορπίσαμε σε λάθη,

σεντόνια που δεχτήκαν το κορμί μας

στιγμές που αναλώθηκαν τα πάθη.

-------------------------

ΛΕΥΚΑΔΑ ΜΟΥ

Eλάτε να σας δείξω το νησάκι μου

στα κύμματα λουσμένο και στους μύθους,

με σύννεφα θα στείλω την αγάπη μου

ακούγοντας της θάλασσας τους ήχους.

Φεγγάρια μισοπέλαγα σπαρμένα

ξωκκλήσια που μιλάνε στο Θεό,

κοχύλια στο λαιμό της κρεμασμένα

στίχοι που φωνάζουν σ΄αγαπώ.

Ελάτε να σας δείξω το νησάκι μου,

μια χάντρα θαλασσιά η ομορφιά του

τάμα στην Κυρά μένει το δάκρυ μου,

παθιάζω σας τρελός στο άκουσμά του.

-------------

Λαμπιόνια τα αστέρια στα καντούνια της

προσκύνημα τα πεύκα στο βυθό της,

στους Μύλους θα αλέσουμε τις δύσες μας

ωδή στον περιζήτητο Θεό της.

Γιούλια, ροδοπέταλα , ζουμπόύλια

μαγιάπριλο θα στείλω στην Νηρά

χαράματα χορεύω με την Πούλια

στης Γύρας τα φιλόξενα νερά.

 

Χαλί θα στρώσω δενδρολίβανα

τις μνήμες ερωμένες στο κορμί μου

κι αν έφυγα για πάντα σε περίμενα

σκυλί που αλυχτά η θύμηση μου.

----------------

Λευκάδα του μυαλού μου

και της σκέψης μου,

νησί από το είναι μου βγαλμένο

αιώνια θα μείνω στην αγκάλη σου,

παιδί που το θεώρησαν χαμένο.

 

Κι αν κάποτε τα χρόνια με προδώσουνε

εγώ πάντα θα μείνω στη στοργή σου

αιώνες το κορμί μου θα αλώσουνε

στο χώμα σου θα μείνω θύμησή σου.

------

ΔΕΙΛΙΝΑ

Μενεξεδένια δειλινά

Της Γύρας,τ΄΄ Αη Γιάννη,

που σημαδεύουν την ψυχή,

βρίσκει η καρδιά λιμάνι.

Τα φλογισμένα δειλινά

που η ματιά δεν φτάνει,

εκεί ο ήλιος ντύνεται

με κόκκινο φουστάνι.

Τα φλογισμένα δειλινά

του Αη Γιαννιού

βροχή συναισθημάτων

εκεί στην άκρη

τ΄ουρανού

οργασμός χρωμάτων.

Αγαπημένα δειλινά

του΄Αη Γιάννη

εδώ που ζωή

κάνει σεργιάνι

εκεί τα μάτια μου

να κλείσω

αυτά που έζησα

ξανά να ζήσω.

 

-------

ΒΡΟΧΗ

Στο είπα η βροχή πως με εκφράζει

οσο και να βρέξει δεν με νοιάζει,

είναι μια βροχή η μοναξιά μου,

σύννεφα μονάχα τα όνειρά μου.

Να πιάσει μια βροχή και νάμαι μόνος

παρέα μου η θλίψη και ο πόνος,

να πιάσει μια βροχή, μια καταιγίδα

να ψάξω τη ζωή μου που δεν είδα.

Στο πρόσωπο να πέφτουν οι σταγόνες

αντί για καλοκαίρια οι χειμώνες,

είναι η βροχή η συντροφιά μου

βάλσαμο στην έρημη καρδιά μου .

Να πιάσει μια βροχή, μια καταιγίδα

να ψάξω τη ζωή μου που δεν είδα.

-----------------------------------------------

ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

Σοφία,

όταν φύγω

γιά πάντα,

θέλω να ρίξεις

την τέφρα μου

στους Μύλους,

γιά να την

επιβλέπουν

οι γλάροι

στην περιπολία τους.

Θέλω ο ‘Αη Γιάννης

να στείλει

τα δι’ ευχών

σε θαλασσινή

δοξολογία

και η κυρά-

Φανερωμένη

να επιτηρεί

ευλογώντας

την πορεία μου.

Σοφία,

‘οταν φύγω

για πάντα,

Καλόπιασε τα κύματα

να με προσέχουν.

Βάλε για προβολέα

την πανσέληνο.

Παράγγειλε στον

Ποσειδώνα

να χορέψουν

τα κοράλλια

βαρύ ζεμπέκικο.

Θέλω

σαν ένα μπουκάλι

ναυαγού

να τριγυρνάω

στο Ιόνιο,

χωρίς να

ανακαλυφθεί

Ποτέ.

Στο απόλυτο γαλάζιο.

Στο απέραντο του χρόνου.

Στην μοναξιά

της αιωνιότητας….

--------------------------

ΟΡΦΕΩΣ 2

Ορφέως 2,

Ζωή θηρίο

Κι εμείς οι δύο

Μια αγκαλιά,

Ληγμένα όχι

Σε μια απόχη,

Τρέχουν οι πόθοι

Στο πουθενά.

Ορφέως 2,

Ζωή σχολείο,

Άδειο θρανίο

Τα γηρατειά,

Σε περιμένω

Ξέρεις που

Μένω,

Κουπί χαμένο

Στ΄ανοιχτά.

Ορφέως 2,

Ζωή αστείο

Που δεν γελώ,

Βάρκα μονάχη,

Ψυχής μου

Πάθη,

Χωρίς πανιά.

Ορφέως 2,

Χωρίς λαχείο,

Μέσα στο κρύο

Με μπετονιά,

Τις μνήμες σέρνω

Χαρές σού παίρνω,

Για συντροφιά.

Ορφέως 2,

Ζωή μνημείο

Κι εμεις οι δύο

Μια αγκαλιά.

ΣΗΜ:Το ΟΡΦΕΩΣ 2 ειναι η διεύθυνση απο το πατρικό μου σπίτι, στην πόλη της Λευκάδας(Πουλιού).Εκεί γεννήθηκα , μεγάλωσα και 'εχω τις καλύτερες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας.Ακουσα τη βροχή πάνω στον τσίγκο και τους βοριάδες να ‘γλεντάνε’ τα παραθυρόφυλλα.Με ενα πατέρα βιοπαλαιστή ψαρά και μια μάνα ηρωιδα.

ΜΑΡΙΓΩ

Πεντάμορφη

στο μόλο η ‘Μαριγώ’

καθρέφτη είχε κάνει

το νερό,

κουπιά είχε τρελά

τα δύο της χέρια,

τα βράδυα συζητούσε

με τ΄αστέρια.

Στην πλώρη της

γοργόνα σκαλιστή

περήφανο μπροστά

το πυροφάνι,

λυμένο το

μικρό της

το πανί

λικνίζονταν

με χάρη

στο λιμάνι.

‘Ωσπου ένα

βράδυ βροχερό

ο άνεμος της λύνει

τα σχοινιά,

χάθηκε για πάντα

η Μαριγώ

και άφησε

μονάχο τον ψαρά.

Κουφάρι

το σκαρί της

στα πουλιά

‘εγινε για πάντα

η Μαριγώ,

χάθηκε μονάχη

στο βυθό

οπως τ΄όνειρο

το χθεσινό.

ΜΟΥΣΙΚΗ:ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΡΑΨΑΣ

ΤΡΑΓΟΥΔΙ:ΝΕΑ ΧΟΡΩΔΙΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ

 

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΙ

---------------------------------

ΓΡΑΜΜΑΤΑ

A:

Στέκεται όρθιο,σαν ενας αντρας.

Αγνοεί ότι εξουσιάζεται

από τη μεσαία γραμμή

που ενώνει τα πόδια του.

Τη γυναίκα.

----------------------------

Β:

Κολλημένο 13

-------------------------

Γ:

Κρεμάλα,

Αγχόνη σε

Παροξυσμό.

Το Γράμμα

Του ερωτα.

Δ

Η σανίδα του Λ

Για να σωθεί.

Ε

Μια κτένα που γέρασε

Και της πέφτουν τα δόντια.

Ζ:

Βραχυκύκλωμα

Του ισως.

Ζωή ατελείωτη.

Η:

Σκάλα στον ουρανό.

Οι τόνοι και οι δασείες

Ασκούνται στο ‘αλμα.

Θ

Το ασανσέρ του ομικρον.

Μια γέφυρα

Στις απέναντι πλευρές

Του κύκλου.

Ι

Η καληνύχτα του μοναχού

Στο Αγιο Ορος.

Κ

Κέντρο σκοποβολής γραμμάτων.

Το Λ πετυχαίνει το στόχο.

Λ

Η σκηνή του Ινδιάνου

Μ

Δυο παιδιά

Πιασμένα χέρι.

Μια νυχτερίδα

Πριν πετάξει.

Ν

Ναι σε όλα.

Ξ

Φλύαρες γραμμες

Που δεν θα συναντηθούν

Ποτέ.

Ο

Το κενό του όχι

Π

Το ΠΡΙΝ του ΠΡΕΠΕΙ στο ΠΟΤΕ.

Ο φόβος του γράμματος

Πριν από το πέναλτι.

Ρ

Το γιώτα προσπαθεί να αυτοκτονήσει.

Σ

Ενας φανατικός σκιέρ

Ξεφευγει από την πορεία του.

Τ

Ένα γιώτα στη βροχή

Υ

Μια σφεντόνα που ψάχνει ένα παιδί

Με κοντά παντελονάκια,

Για να σημαδέψουν το Φ

Που προκαλεί με τις δυο οπές.

Φ

Ο βιασμός του ομικρον.

Ένα γράμμα ντυμένο φάντασμα.

Χ

Δυο μεθυσμένα γιώτα,

Εγιναν φίλοι.

Μένουν ορθιοι

Γιατι ακουμπάει

Ο ενας στον άλλο.

Ψ

Κηροπήγιο

Που φέγγει την εξοδο.

Ω

Φωτοστέφανο

Της ηδονής,

Του τέλους.

--------------------------------

ΑΡΙΘΜΟΙ

0

Γι’ αυτό

Το ονειρό μου

Δεν γίνεται

Ποτέ

Πραγματικότητα.

Αρχίζει από 0

Και τελειώνει σε 0,

Δηλαδή σε μηδέν.

1

Η καλημέρα

Του μηδενικού.

Η μοναξιά

Σηκώνει κεφάλι.

2

Ενας κύκνος

Σε ερωτική

Απογοήτευση.

3

Η αντίδραση

Του έψιλον.

4

Νούμερο σε

Αγκύλωση.

Πόδια σε γιόγκα.

5

Κατά φαντασία

Αριθμος

Σε αρρυθμία.

6

Διπρόσωπο

Γινεται και 9

Στις αναποδιές του.

Καταδικασμένο

Να δειχνει το 7.

7

Το τυχερό.

Σημαδεμένο

από το σπαθί

που τέμνει

τη μοναξιά του.

8

Κι όπως λέει

Ο φιλος μου

Ο στρατηγός

Το 8 είναι

Το καλύτερο

Νούμερο,

Γιατι αποτελείται

Από δυο μηδενικά,

Αχώριστα όμως

Μεταξύ τους.

9

Κάποτε

Ηταν μηδενικό.

Φαινεται ότι

Του αρεσε

Και εριξε

Πάσσαλο,

Για να μείνει

Στο χρόνο.

Εμένα

Πάντως

Μου θυμίζει

Ένα μπαλόνι

Που εφυγε

Από τα

Χέρια της

Κόρης μου.

--------------------------

ΥΡ ΝΙΚΟΣ

(ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)

Φόρεσε τα καλά του

ο μπάρμπα Νίκος,

να πάει στην εκκλησιά,

ωραίος τύπος,

Από καρτποστάλ βγαλμένος

αδύνατος, χλωμός

βασανισμένος,

τον πρόδωσε η ζωή

δυστυχισμένος.

Προσκύνησε σεμνά

την Παναγιά

άναψε ευλαβικά κερί,

εχει πόνο στην καρδιά

για το μικρό του το παιδί,

άρρωστο χωρίς επιστροφή,

Δεν ζεί για τη ζωή

με τόση λύπη

μέσα του λοιώνει το γιατί,

ειχε την πίκρα σπίτι

Κουράστηκε της καρδιάς του

ο χτύπος

πικράθηκε απ΄τη ζωή

ο μπάρμπα Νικος,

‘εφυγε απ΄τη ζωή απ΄το μαράζι

αλλά εμάς δεν μας πειράζει.

Ενας από εμάς είναι ο κυρ Νίκος

μέσα μας φοβόμαστε το μήπως.

 

TO ΣΥΝΘΗΜΑ

Νησί

Ανέστη εκ βυθών,

Των ξεχασμένων

Ποιητών,

Τρέχει στο χρόνο

Μοναχό,

Με πληγωμένο

Ψυχισμό,

Βρίσκει κουράγιο

Στον καιρό,

Εχει για φίλο

Τον σεισμό.

Οσο κι αν ψάξεις

Θα το πεις.

Λευκάδα άλλη

Δεν θα βρείς,

Νησί γλυκιάς

Επιστροφής,

Λευκάδα σύνθημα ψυχής.

 

------------------

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Ντυμένη στα λευκά

λές κι ήσουνα φεγγάρι,

ήρθες απόψε στα κλεφτά

στο άδειο μαξιλάρι.

Στοργικά με φίλησες

Και μούδωσες το χάδι,

καθόλου δεν μου μίλησες,

σκιά μες στο σκοτάδι.

Σαν μια τρελή αμυγδαλιά

π’ ανθίζει τον Γενάρη,

με χόρτασες από φιλιά

έφυγες όμως πάλι.

Ξύπνησα χαράματα

σε έψαξα σαν κλέφτης,

μ΄ έπιασαν τα κλάματα,

όνειρο ήταν, ψεύτης.

------------------------------

EΞΗΝΤΑΡΗΣ

Όταν σε προσφωνούν

‘καλώς τον κυρ-Ηλία’,

νοιώθω ένα μούδιασμα,

γεράσαμε, όχι αστεία.

Κι ‘ όταν σε μια λαϊκή

με φώναξαν παπού,

μ΄’επιασε κατάθλιψη

και γύρισα αλλού.

Στην εφηβεία γηρατειών

είναι ο εξηντάρης,

οσο κι αν θέλει η καρδιά

τη νιότη δεν θα πάρεις.

Φύγανε τα χρόνια μας

σαν τους λωποδύτες,

της ζωής την Κυριακή

την κέρδισαν οι λύπες

-----

Μα μέσα μου

υπάρχει ένα φώς

που πάντα με κρατάει

δυνατό,

θα ζήσουμε

κουφάλα

νεκροθάφτη

κι ας έχουμε

τον ίδιο το Θεό.

Θα ζήσω τη ζωή

αυτή που θάρθει,

Κι ας εχω φίλο

ένα κινητό!.

 ----------------------------------------

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΡΟΜΗΛΙΟΣ

Και πάλι θα σε βρω σε κάποια άκρη

εκεί που ο καημός γίνεται δάκρυ,

στις βάρκες, στο Ιβάρι και στο μώλο

που βρίσκαμε μαζί το κόσμο όλο,

θα κρύψουμε στις χούφτες μας στον ήλιο

και πάλι θα σε βρω Γιάννη Σπρομήλιο.

Μαζί στα μακροβούτια στο μουράγιο

εκεί που η καρδιά θέλει κουράγιο,

θα στρίψουμε τσιγάρο με αλμύρα

καπνό θα αναστήσουμε στη Γύρα.

Στο γήπεδο θα μπούμε απ΄τη τρύπα

θα πιούμε, θα μεθύσουμε, στου Μυτα

θα δούμε στον ‘Απόλλωνα’ ταινίες

μαζί στα μανουάλια στις κηδείες,

θ’ ανάψουμε φωτιές στον Αη Γιάννη

με τρύπια παντελόνια στο λιμάνι

ψάρεμα με σάπια καλαμίδια

προσκύνημα στα άδεια τα στασίδια

θα τρέξουμε ξυπόλυτοι στούς δρόμους

παίζοντας κλέφτες κι΄ αστυνόμους.

Κι ας λένε η ζωή δεν ειναι ωραία

εμείς πάντα θα κάνουμε παρέα,

θα ψάχνουμε φεγγάρια μες στον ήλιο

εκεί που θα σε βρω Γιάννη Σπρομήλιο

----------------------

ΠΑΤΕΡΑΣ

'Ηρθες χτες το βράδυ και με ξύπνησες

‘σήκω για να πάμε στο λιμάνι’’,

τι έγινε πατέρα μου’’, τον ρώτησα,

΄΄πάμε η ανάγκη είναι μεγάλη.΄΄

Φύγαμε στη νύχτα σαν φαντάσματα

έτρεμε η καρδιά μου, σαν να σπάσει

πήγαμε στη βάρκα του, που βούλιαζε

φώναζε να σώσει ότι προφτάσει.

Εκείνη τ΄Αη Γιαννιού η καταιγίδα

λάμπαξα , η νύχτα ήταν μέρα,

το δάκρυ του σιγόθαμπα το είδα

κουράγιο να σου δώσω, αχ πατέρα.

Χάθηκε η γή κάτω απ΄τα πόδια του

έκλαιγε, ανήμερο θηρίο,

σπασμένα τα σχοινιά της κι ολο βούλιαζε

κι΄έκανε θυμάμαι ένα κρύο.

Στο μώλο ξαφνικά όλα γαλήνεψαν

χαθήκαμε στο όνειρο κι δύο,

τα χρόνια επιβάτες που ταξίδεψαν

πατέρα η ζωή μάς είπε αντίο.

 ---------------------

ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΙΝΑ

Κρινάκια του γιαλού,

παρατημένα,

με την αρμύρα

χορηγό,

μοιάζουν στη ζωή μας

σαν κι εμένα,

θάλασσα που ψάχνει

ουρανό.

Κρινάκια της ακτής

αγαπημένα

στον άνεμο μιλάνε

δυνατά,

πάντα σκυφτά

απελπισμένα,

μετεωρίτης

στην αμμουδιά.

Κρινάκια του

μυαλού μου

ξεχασμένα,

ίδιοι είμαστε

κι εμείς,

‘ονειρα άπιαστα,

ληγμένα,

στο ξεροβόρι της ζωής.

 -----------------------------

ΣHMAΔΙΑ

O πόθος μου

θα γίνει

μαιστράλι,

να ψάλει

στα μαλλιά σου

προσευχές,

στο έρημο,

μικρό μας

ακρογιάλι

θα ζήσουμε

επόμενες ζωές.

-----------------------

Στο σώμα σου

σκιές

απ΄το μαγιό σου,

πέρα

απ΄το μυαλό μου

ποθητή,

ο έρωτας θα γινει

χορηγός σου,

στιγμές ,λένε,

πως είναι η ζωή.

-------------------------

Κοράλια

ξεχασμένα

τ΄ονειρά μας,

κοχύλια

λαμπιρίζουν

στο βυθό,

χτυπούσε

τρελαμένη

η καρδιά μας,

στα χείλη

κρεμασμένα

σ΄αγαπώ.

--------------------

ΚΥΡ ΝΙΚΟΣ
(ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)

Φόρεσε τα καλά του
ο μπάρμπα Νίκος,
να πάει στην εκκλησιά,
ωραίος τύπος,

Από καρτποστάλ βγαλμένος
αδύνατος, χλωμός
βασανισμένος,
τον πρόδωσε η ζωή
δυστυχισμένος.

Προσκύνησε σεμνά
την Παναγιά
άναψε ευλαβικά κερί,
εχει πόνο στην καρδιά
για το μικρό του το παιδί,
άρρωστο χωρίς επιστροφή,

Δεν ζεί για τη ζωή
με τόση λύπη
μέσα του λοιώνει το γιατί,
ειχε την πίκρα σπίτι

Κουράστηκε της καρδιάς του
ο χτύπος
πικράθηκε απ΄τη ζωή
ο μπάρμπα Νικος,
‘εφυγε απ΄τη ζωή απ΄το μαράζι
αλλά εμάς δεν μας πειράζει.

Ενας από εμάς είναι ο κυρ Νίκος
μέσα μας φοβόμαστε το μήπως.

-----------------------------------------

ΜΑΝΑ ΜΟΥ.
Ανήσυχη σε είδα χτές το βράδυ
στο όνειρο που ήρθες σαν ψυχή,
στο πρόσωπο που έδωσες το χάδι
όπως όταν ήμουνα παιδί.

Γλύστρισες σαν Μάης στο σεντόνι
και μούπες σ΄αγαπώ πάρα πολύ,
σε βλέπω στη Λευκάδα στο μπαλκόνι
ψυχή μου εσύ μου έδωσες ζωή.

Στάθηκες ψηλά και ηρωίδα
μεγάλωσες στη φτώχεια δυό παιδιά,
νηφάλια σε κάθε καταιγίδα
ανθρωπος , συναίσθημα, καρδιά.

Μανούλα μου γλυκειά και λατρεμένη
μου λείπεις κάθε μέρα και πονώ,
σε όση μου ζωή που απομένει
για σένα όλα λένε σ΄αγαπώ.

 

----------------------------------------------

ΠΕΖΑ  ΤΟΥ ΗΛΙΑ  ΓΕΩΡΓΑΚΗ

 

ΠΡΕΠΕΙ

Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους .Να σκάψουμε τη ψυχή τους .Να μιλήσουμε ανοιχτά.Χωρίς προσχήματα και υποκρισίες.Να ανταμώσουμε τη μοναξιά τους. Φωλιάζοντας στα φυλλοκάρδια τους.Να τους δώσουμε αγάπη.Να σκύψουμε στα όνειρα που έχασαν .Και να τους παρηγορήσουμε για τους ανθρώπους που τους πλήγωσαν.Να ενδοσκοπήσουμε τις επιθυμίες τους.Και να σηκώσουμε τα σκυμμένα κεφάλια τους.

Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους. Να τους δώσουμε τις χαρές που δεν εζησαν. Να τους αφήσουμε δώρα έξω από τις πόρτες τους.Χωρίς να μάθουν ποιος τα έστειλε.Να τους κλείσουμε τις τηλεοράσεις, τα κινητά και τα κομπιούτερ για να μιλήσουμε.Να ενώσουμε τις ευτυχισμένες μας στιγμές.Και να απολαύσουμε ηλιοβασιλέματα που δεν εδυσαν.Πρέπει να εισβάλουμε στα θέλω τους.Αφαιρώντας τις άσχημες σκέψεις τους.Να τους ξαναδώσουμε τη χαμένη τους αξιοπρέπεια.

Πρέπει΄να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους. Να βάλουμε τα όμορφα παιδικά τους χρόνια σε ομηρεία.Και να κλείσουμε τις αγκαλιές που δεν ανοιξαν. Με τις καληνύχτες που δεν είπαμε ακόμη.Θύματα των ανεκπλήρωτων οργασμών.Με τις καρδιές φωτεινές, όπως οι πυγολαμπίδες την Πρωτομαγιά.Να στείλουμε χάρτινους αετούς τα φωτεινά μας χαμόγελα.Για να ζηλέψουν τα σύννεφα.

Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τους ανθρώπους.Πρέπει..

---------------------

Η ΗΔΟΝΗ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ

Βουτιές στα μουράγια του Κάστρου. Μπάλα στην άμμο. Μπάνιο στην αμμόγλωσσα και στο φαναράκι. Μια εποχή, μια ανάμνηση. Μια Λευκάδα. Και θυμόμαστε, γυρίζουμε πίσω στο χρόνο για να περάσουμε νοερώς όμορφα, να απολαύσουμε την ηδονή της ανάμνησης αφού η ζωή μας σήμερα έγινε αφόρητη, μοναχική, πληκτική, σημαδεμένη από την πρωτοφανή οικονομική κρίση,την κατάθλιψη,την ανασφάλεια, το φθόνο και την υποκρισία.

Θυμάμαι πηγαίναμε στο Κάστρο με τον Μαγγελάνο, τη βάρκα του Αργύρη και του Ντίνου του Μπαμπάρου. Με το μαϊστράλι να χαϊδεύει τα πρόσωπα μας, να πετάει τα καπέλα.

Με τις φθηνές σαγιονάρες( ή συνήθως ξυπόλυτοι )και το μισοτρύπιο μαγιό. Με την αλμύρα να ξεραίνεται στο δέρμα. Και νάσου φόρα για το μακροβούτι, για το ποιος θα κερδίσει. Και να τα καλαμπούρια και τα πειράγματα. Και τα απόβραδα με τις πυγολαμπίδες στην Κουζούντελη, στα καφενεία με τη σουμάδα και τα παξιμάδια. Βόλτα στο παζάρι και στο μώλο.

Αχ αυτά τα παιδικά μας χρόνια. Τα παιδικά χρόνια που μας σημαδεύουν. Όλους. Και θα μας σημαδεύουν για όλη μας τη ζωή. Γιατί είναι τα καλύτερα. Τα ομορφότερα. Τα αγαπημένα.

Και δεν ειναι μόνο οι μνήμες, οι όμορφες στιγμές, οι πρώτοι έρωτες, τα άγουρα όνειρα, τα φαρομανητά. Είναι οι αναμνήσεις από τις αξέχαστες μυρωδιές αλλά και απο τους ήχους. Oι μυρωδιές και οι ήχοι από τη Λευκάδα. Αξέχαστες. Μοναδικές. Ανεπανάληπτες.

Οι μυρωδιές από το βρεγμένο χώμα στα Βαρδάνια. Και από τους γέρικους ευκάλυπτους. Από τη μουτελη στο μόλο και τα ‘ληγμένα» φύκια στο Ιβάρι. Οι διαφορετικές μυρωδιές. Οι αγαπημένες. Του μάραθου στο Κάστρο. Της ασετιλίνης στο πυροφάνι. Των μαντολάτων και της σουμάδας. Του χαλασμένου ξύλου στου ‘Πάπιου’. Της ξεραμένης αλμύρας στο δέρμα ένα Αυγουστιάτικο απομεσήμερο. Των λασπωμένων αυλακιών στου Πουλιού. Η μυρωδιά από το καμένο κερί στον επιτάφιο, στον Αη Νικόλα. Από το Κυριακάτικο, μεσημεριανό. τραπέζι, (με την κατσαρόλα να ‘χοροπηδάει’ από ευχαρίστηση που ολοκλήρωσε το έργο της). Η μυρωδιά των περιβολιών την Πρωτομαγιά. Και του ξεροψημενου ψωμιού απο το φούρνο της Λιόνταινας και του Δειβέκη. Του πρώτου τετραδίου. Και της φθηνής κολόνιας μετά το εφηβικό ξύρισμα. Της βρασμένης κουκούτσας και του φρέσκου ψαριού. Οι μυρωδιές που έρχονται και σήμερα και με συντροφεύουν.

Αλλά είναι και αυτοί οι ‘ηχοι, τα ακούσματα. Που με κυνηγάνε. Με χαιδευουν ακομη στα αυτια μου. Οι ηχοι της τρελαμένης καρδιάς στο πρώτο ραντεβού. Ο ήχος τις βροχής πάνω στο τσίγκο. Της σάμπας και της μαζούρκας στο ‘Πάνθεον’. Της φιλαρμονικής και της μεταμεσονύχτιας καντάδας. Της κορνέτας του Καμινάρη. Και της Διάνας την Πρωτοχρονιά. Το χαχανητό του Κοκοκιώρου. Οι φωνές των φολκλορικών συγκροτημάτων στο φεστιβάλ. Οι μπαλιές από το ποδόσφαιρο των φυλακισμένων μέσα στις φυλακές. Ο ήχος από τις σιδερένιες ρόδες από το κάρο του παππού μου, του Νιόνιου. Και από τη καμπάνα της Παναγίας των Ξένων.

Οι ήχοι των γλάρων στη λιμνοθάλασσα. Και των αδέσποτων σκυλιών στην Αγία Κ άρα. Μυρωδιές και ήχοι. Ηχοι και μυρωδιές.

Που μαζί με τις εικόνες, με τις μνήμες θα με κυνηγούν, θα με μαγεύουν, θα με σημαδεύουν για πάντα.

---------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ο ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ

Είναι κατεργάρης αυτός ο μαίστρος.Τρυπώνει παντού.Ψέλνει στα ξανθά μαλλιά της Μαρίας.Και ξεσηκώνει τα φύκια.Πετάει καπέλα και ομπρέλες.Και λαχανιάζει στο θρόισμα τα γέρικα πλατάνια.Στρίβει ασθμαίνοντας στα καντούνια.Παρασύροντας χαρτιά και αποτσίγαρα.Κι έρχεται φουριόζος να δονήσει τα κυκλάμινα στα μπαλκόνια.Ενοχλώντας ακόμη και τις καλαμιές που υποκλίνονται ευλαβικά στο πέρασμά του.Αλλα και τα κατάρτια.Σαν σβούρα τραντάζει τα σχοινιά σε ένα αργόσυρτο βουητό μιάς αλλόκοτης μουσικής.Μαλώνει με τα κύματα που διαμαρτύρονται με κυματισμούς.Και αναγκάζει τους γλάρους να αλλάξουν τις περιπολίες τους.

Είναι κατεργάρης ο μαϊστρος.Σβύνει τα σπίρτα για το τσιγάρο.Και τραντάζει τα πανιά στις βάρκες προσφέροντας τη στύση του.Λαμπάζει τα παραθυρόφυλλα.Σαν εισβολέας λικνίζει τις σημαιες.Χαιδευοντας τα πρόσωπα μας στη βραδινή βόλτα στην παραλία.Μεταφέροντας υπομονετικά ήχους και κουβέντες.Και σαν αλήτης τραγουδάει στις στέγες των σπιτιών.Εξαντλωντας τις φλόγες των κεριών.

Είναι κατεργάρης ο μαϊστρος.Είναι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις