ΣΤΙΧΟΙ ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ
------------------------------------------------
ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟ
Μικρό μου αγριολούλουδο
στο βράχο είσαι μόνο,
φίλος σου η μοναξιά
γεννήθηκες με πόνο.
Οι άνεμοι σε πρόδωσαν
σκυμένο, λαβωμένο
αλλά θα αντιστέκεσαι
κι ας είχαν τελειωμένο.
Μικρό μου αγριολούλουδο
έρημο σπουργίτη,
κανένας δεν σε νοιάστηκε
τη λύπη έχεις σπίτι.
Μικρό μου αγριολούλουδο
σε βράχο ρημαγμένο,
την πίκρα έχεις συντροφιά
μονάχο, μαραμένο.
Να ξέρεις πώς σε σκέφτομαι
τίς νύχτες με το κρύο,
στη ζωή ταιριάζουμε
αντάμα εμείς οι δύο.
--------------------------------------
ΑΝΘΗΡΟ
Σε περιβόλι ολάνθιστο
ξανά θα σε φιλήσω
τα χείλη σου τα άγουρα
με γιούλια θα τα κλείσω.
Της νιότης ροδοπέταλα
θα ράνουν το κορμί σου
σε κόκκινα γαρύφαλα
στεφάνι η ζωή σου.
Κίτρινα χρυσάνθεμα
θα λούσουν τα μαλλιά σου
κρίνοι και κυκλάμινα,
ανθός η αγκαλιά σου.
Τουλίπες, γιασεμιά και ανεμώνες
θα πλέξω σαν παλιά Πρωτομαγιά,
κι ας φεύγουν καλοκαίρια και χειμώνες
εγώ θα σ΄έχω πάντα αγκαλιά.
Τα χόρτα θα τα στρώσω με ζουμπούλια
τα σώματα θα είναι η αφορμή,
γυμνοί θα συναντήσουμε την πούλια
να έρθει να ζηλέψει η ζωή.
-------------------------------------
ΚΑΝΤΑΔΑ
Κάτω απ΄ το παραθύρι σου
καντάδα θα σου κάνω,
θέλω να δώ τα μάτια σου
ακόμα κι άς πεθάνω.
Το όμορφο χαμόγελο
καρδιές που έχει κλέψει,
ακόμη και ο ουρανός
εσένα θα ζηλέψει.
----------------------
Με το θρόισμα των φύλλων
θα σού πω το σ΄ αγαπώ
‘ανοιξε το παραθύρι
γιατί θα τρελαθώ.
----------------
Θα καλέσω τα αστέρια
να φωτήσουν το μπαλκόνι
να σε δώ έστω για λίγο
να μην λές πως είσαι μόνη.
-------
Τα μαλλιά σου να χαιδέψω
και τα μάτια σου να δώ,
τη ζωή να φχαριστήσω
που με έκανε Θεό.
Καρδιές μ΄ασημοφέγγαρα
θα στείλω σαν μπαλόνια,
στο πρόσωπο που λάτρεψα
να φύγουνε τα χρόνια.
------------------------------------
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΛΙΑΚΑΔΑ
Έσβηνε το κύμα στη Νηρά
λάφυρα ζητούσε ο αγέρας,
κέντησαν αστέρια στην Καρυά,
έφυγε στο ψάρεμα ο πατέρας.
Μέθυσαν οι γλάροι στο Βλυχό,
κρύφτηκε η νύχτα στο Δεσίμι,
είσαι της καρδιάς μου μυστικό,
άγκυρα που έμεινε στη μνήμη.
Χειμωνιάτικη λιακάδα
βρίσκεις πάντα αφορμή,
να γυρίσω στη Λευκάδα
όταν ήμουνα παιδί,
να νοικιάσω μαϊστράλια
να με φέρουν στο Νυδρί,
στην αμμόγλωσσα να τρέξω
με τα φύκια προσευχή.
Άναψα κερί στην Παναγιά
τάμα στην Κυρά για να γυρίσω,
με το παραγάδι στ' ανοιχτά
θάλασσα στην πλώρη να μυρίσω.
Έσκιζε η βάρκα το νερό
βγήκε στη Λυγιά το πυροφάνι,
έκανα το πάθος μου σκοπό
είσαι της ζωής μου το λιμάνι.
Χειμωνιάτικη λιακάδα
βρίσκεις πάντα αφορμή,
να γυρίσω στη Λευκάδα
όταν ήμουνα παιδί,
στην Καρυά να ξαποστάσω
στα πλατάνια τα παλιά,
να μεθύσω στα Χορτάτα,
να διψάσω στα Φρυά.
Να βρεθώ στο Μεγανήσι,
Κατωμέρι και Βαθύ,
δειλινό στο Σπαρτοχώρι
με τονιά στην κουπαστή.
Να σταθώ στα Λαζαράτα,
Καλαμίτσι, Μαδουρή,
να γελάσω στους Σφακιώτες,
με δροσιά στη Βαυκερή.
Χειμωνιάτικη λιακάδα
βρίσκεις πάντα αφορμή
να με στείλεις στο Δρυμώνα
Σύβρο, Πόρο κι Εγκλουβή
να τρυγήσω το αμπέλι,
να μαζέψω τιs ελιές,
να μυρίσω άγιο χώμα
στης Ελάτης τις κορφές.
Να ψαρέψω στο Ιβάρι,
στο κανάλι με συρτή,
με ολόγιομο φεγγάρι
να καλέσω τη ζωή.
Χειμωνιάτικη λιακάδα
βρίσκεις πάντα
αφορμή...
------------------------------
ΜΟΝΟΞΥΛΟ
Δεν έχει όνομα,
είναι σβυσμενο,
ένα ναυάγιο
παρατημένο.
Κάποτε έτρεχε
τρελά στο κύμα
τώρα τελείωσε
στεριά το μνήμα.
Χορτάρια τύλιξαν
σκαρί και πλώρη,
έγινε έρμαιο
στο ξεροβόρι.
------
Κανείς δεν νοιάζεται
τι θ΄απογίνει,
σάπιο μονόξυλο
στερνή του κλίνη.
Αν ήταν άνθρωπος
θα υπήρχε λύπη,
τώρα ξεχάστηκε
ψαράς του λείπει.
Σάπιο μονόξυλο
τα όνειρά μας
όσο κι αν θέλουμε,
δεν ειν΄δικά μας.
Σάπιο μονόξυλο
είναι η ζωή μας,
όσο κι αν ψάχνουμε
δεν ειν’ δική μας.
-------------------------------------
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Τον ήλιο εχεις στο λαιμό
τα δέντρα δαχτυλίδια.
τη θάλασσα πουκάμισο
τη φύση για στρωσίδια.
Της ομορφιάς αρχόντισσα
του γυρισμού λαχτάρα
και τι δε δίνω για να δω
Πουλιού και Αγια Κάρα.
Πέντε καμάρες,Κάστρο μου,
Κυρά Φανερωμένη
νάρθω κοντά σας λαχταρώ
σ’όση ζωή μου μένει.
Από μπονόρα καρτερείς
στον Πόντε αγναντεύεις
να ξέρεις όμως δεν θαρθώ
να μη με περιμένεις.
Λευκάδα δενδρολίβανο
θυμάρι και αλμύρα
Να ζούμε πάντα χωριστά
Το πρόσταξε η μοίρα.
-------------------------------------
ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ
Στο παλιό το ΄κονοστάσι
έκανα απόψε στάση,
άναψα κερί με λύπη
για εκείνον που μου λείπει.
Δεκατέσσερις Φλεβάρη
θάρθει η πίκρα να με πάρει,
πως περάσανε τα χρόνια
ατσαλάκωτα σεντόνια.
Του Αγίου Βαλεντίνου
πίνω στην υγεία εκείνου
που με άφησε μονάχη
ενα μαραμένο στάχυ.
Σαν κρινάκι στο γιαλό
που κοιτά τον ουρανό
συντροφιά μου η αλμύρα
πως με πρόδωσε η μοίρα.
Τόσοι όρκοι ξεχασμένοι
νοιώθω τόσο προδομένη
τι σου είναι το μυαλό
νοιώθω πως τον αγαπώ.
Του Αγίου Βαλεντίνου
τα φιλιά ψάχνω εκείνου
που μου έγιναν συνήθεια
μα τον αγαπώ στ' αλήθεια.
------------------------------------------
ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ
Μονάχη της στο μώλο καρτερεί
κουβέρτα το πανί της στη βροχή,
λικνίζεται χορεύοντας με χάρη,
γλεντάνε τα πουλιά απ΄το ιβάρι.
Ταξίδια που θα ήθελε να κάνει
έμεινε στο μώλο μοναχή
την ξέχασε ο χρόνος στο λιμάνι
έζησε μονάχη τη ζωή.
Μια βάρκα ξεχασμένη,
τον ψαρά της περιμένει,
μια ζωή θα τον προσμένει
η ''Kυρά Φανερωμένη
-------------------------------------------------
ΧΩΡΙΣ ΑΥΛΑΙΑ
(ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΗ ΗΘΟΠΟΙΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΝΟΝΟ
ΗΛΙΑ ΛΟΓΟΘΕΤΗ)
Aπ' την αλμύρα, γόνος του Πουλιού
με την καντάδα τμήμα του μυαλού,
τα δύσκολα τα χρόνια στην Ελλάδα
ανοίγει τα φτερά του απ΄τη Λευκάδα.
Φρούφαλος, Ελένης ον ο γιός
φωνή ταμπεραμέντο, όλο χάρη
στο 'Πανθεον΄θαμώνας τακτικός
με την κιθάρα στα καντούνια σιγοντάρει.
Γαλάζια των ματιών του η θωριά
Λευκάδας να θυμίζει ακρογιάλι,
μεγάλη η ζεστή του η καρδιά
ποθεί του Αη Γιαννιού το μαϊστράλι.
Φιλί που δεν ακούμπησε ποτέ
τα χείλη τα γλυκά που λαχταρούσε
τα κόκκινα χορεύουν στη ζωή
σκεφτόταν συνεχώς, για κείνη ζούσε.
Ο Φίλιππος -Πανάγος αρχηγός
στο πνεύμα και στη σκέψη ήταν πρώτος,
αστεία, συζητήσεις, τσακωμοί
ξενύχταγε μαζί τους κι΄ο Κορώτος.
Κουζουντελη ο δρόμος φωτεινός
απλώνονται παντού πυγολαμπίδες
οι μνήμες μας κρατάνε στη ζωή
όρθιες να στέκουν οι ελπίδες.
Ταλέντο που ζητούσε αφορμή
η φτώχεια ήταν δύσκολη κι΄η πείνα,
μα ξάφνου μια μέρα βροχερή
ξεκίνησε να πάει στην Αθήνα
Οι φίλοι τον παρότρυναν θερμά
φαινόταν στην αρχή σαν ένα αστείο,
φτωχός αλλά με πίστη στη καρδιά
τον έβαλαν στο πρώτο λεωφορείο.
Του πλήρωσαν τα ναύλα ομαδικώς
ανοίγει τα φτερά του προς το φώς
και νατος οντισιόν μπροστά στον Κουν
διαμάντι η φωνή του που ακούν,
Σε στίχους του Πανάγου οι εξετάσεις
πέρασε ευθύς χωρίς συστάσεις
είχε το ταλέντο και τη τύχη
κι΄ας σήκωσε ψηλά ξανα τον πήχυ.
Μεγάλος θεατρίνος θα γεννεί
ψυχή του στο σανίδι εναποθέτει,
στον άνθρωπο που γνώρισες μη πεις:
αυλαία στον Ηλία Λογοθέτη.
------------------------------------------
ΕΛΑ ΚΙ ΕΣΥ
Φτερά του Πήγασου πουλιά της νιότης,
στον ουρανό της πάμε μαζί.
Θαλασσοφέγγαρο η ομορφιά της
στην αγκαλιά της,έλα κι εσύ.
--------
Πάμε στα Σύβοτα πάμε στον Πόρο,
μαίστρου δώρο Βασιλική,
Λευκάδα όνειρο, που δεν τελειώνει
στην αγκαλιά της έλα κι εσύ.
--------
Μπονόρα έστειλα δυο ψαροπούλια
να βρουν την Πούλια στη Μαδουρή,
αστέρια ψάρεψαν στον Αη-Γιάννη
Λυγιά, Αθάνι έλα κι εσύ.
-------
Καρδιάς μου σκίρτημα, μυαλού μου πάθος,
της Γύρας βάθος σας αγαπώ
,Λευκάδα όνειρο που δεν τελειώνει
στην αγκαλιά σου είμαι κι εγώ.
--------------------------------------
ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ
Τα σύννεφα που έφυγαν
ξανά θ΄ακολουθήσω,
για τη ζωή που μούταξες
ζωή θέλω να ζήσω.
Θελω να φύγω μακρυά
χωρίς μυαλό και κινητά
να ηρεμήσω,
σε ξεχασμένη αμμουδιά
στις χούφτες μου
τη θάλασσα να κλείσω.
Κουρασμένο σκαρί το κορμί του
σαν σβυσμένο καντήλι η ζωή μου,
με πληγώσαν οι άνθρωποι γύρω
ενα ώμο ζητάω να γείρω,
την ψυχή μου να ακούσουν ζητάω
οι φωνές που μου λέν σ΄αγαπάω.
Με προδώσαν οι άγιοι
με ξεχάσαν οι φίλοι,
ναυαγός μεσοπέλαγα
με την πίκρα στα χείλη.
Με λύγίσαν τα βάσανα
συντροφιά μου ο πόνος,
μια ζωή περιπέτεια
λές και έζησα μόνος
-----------------------
ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ
Στα στήθη σου απόψε θα κουρνιάσω
σπουργίτη π’ ανακάλυψε φωλιά,
στα δάχτυλα τα όνειρα θα πλάσω
σεντόνια που δεν ξάπλωσαν κορμιά.
Το πάθος μου θα στείλω τρεχαντήρι
στού έρωτα την έρημη αμμουδιά,
ζωές που έγιναν γεφύρι
τ΄αστέρια θα σου δώσω αγκαλιά.
Αγάπη μου να ξέρεις πως σε θέλω
σαν δώρο μια παλιά Πρωτοχρονιά,
ζήλεψαν τα χρόνια που σε ξέρω
στον θάνατο μαζί μια αγκαλιά.
--------------------------------------------------------------------
ΣΟΦΙΑ ΜΟΥ
Σαν χάπι θα γλυστρήσω στο σεντόνι σου
σπασμένο κοκαλάκι στα μαλιά σου,
στο σώμα σου θα στήσω ένα αντίσκηνο
να βγαίνω πρωινά στην αγκαλιά σου.
Κρεβάτι μας θα κάνουμε τα σύννεφα
τ΄αστέρια κινητά μας στο σκοτάδι,
τον πόθο πυροφάνι στην αμμόγλωσα
τα χρόνια θα τα κλείσω σ΄ένα χάδι.
Σοφία της αγάπης και του έρωτα
της νιότης μου το πρώτο καρδιοχτύπι,
ιδρώτας πρωινός στο μαξιλάρι μου
επαίτης με τις στύσεις μου ξενύχτι.
Σοφία της ζωής μου ισοδύναμο
κομμάτι απ΄το κορμί το κουρασμένο,
τα χρόνια που δεν ζήσαμε σε ήξερα
φωνάζαν οι στιγμές να σε προσμένω.
Κι΄αν ‘αδικα ο θάνατος μας χώριζε
ψυχές μας δεν θα βρούνε ησυχία,
άγαλμα θα γίνει η αγάπη μας
αιώνια λατρεία μου , Σοφία.
--------
ΚΥΡΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ
Γονυπετής στο θρόνο σου
θαρθώ να προσκυνήσω
σε τάματα και όνειρα
σεμνά θα ακουμπήσω.
Κεριά, λιβάνια,θυμιατά
ευλαβικά θ΄ανάψω
για τη ζωή που χάθηκε
ανήμπορος θα κλάψω.
Λαχτάρα να σε δώ πρίν ξεψυχήσω
να κάνω το σταυρό μου μ΄ένα δάκρυ
κι από ψηλά τη θέα ν αντικρύσω
εκεί που η ματιά δεν βρίσκει άκρη.
Κρινάκια του γιαλού θα τη στολίσω
την άγια σου εικόνα τη σεπτή σου,
θα στείλω αγγελόύδια να προλάβουν
να στήσουν πανηγύρι στη γιορτή σου.
Κυρά Φανερωμένη μου ας έρθω πρίν πεθάνω
να γείρω τη λατρεία μου στο ιερό επάνω,
να έρθω με τα πόδια μου ν’ ανάψω μια λαμπάδα
που ο Θεός μ΄αξίωσε να είμαι απ΄τη Λευκάδα.
Κι αν ‘ηξερα την ώρα που θα ‘φύγω’
σαν γλάρος η ψυχή να φτερουγίσει,
θα έπαιρνα μαζι μου λίγο μύρο
να έδινα στον χάρο να μ΄αφήσει.
-------------------------------------
ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΣ
‘Εψελνε ο μαίστρος
Στα μαλλιά της,
Κι΄εγώ τρελός
Στην αγκαλιά της
Ενας μικρός Θεός.
Νανούριζε
Τ΄ αστέρια της
Η νύχτα
Κι΄εσύ μην πείς
Την καληνύχτα,
Άστην να την πεί
Ο ουρανός.
Κι΄αν δεν υπήρχες
Θα σ΄είχα πλάσει
Στα όνειρά μου
Κάποια βραδυά
Μια ζωή δεν θα
Μου φθάσει
Να σε γεμίζω με φιλιά.
Μια ζωή δεν θα μου φθάσει
Να σε κρατάω αγκαλιά.
---------------------------
Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Ο μπάρμπα Παντελής
με τα ποδήλατα
μάστορας στις ρόδες
και στ΄αδύνατα,
λεπτός , σεμνός
κι αγαπημένος
σου έδειχνε
πως είναι ευτυχισμένος.
Ο μπάρπα Παντελής
ενας πού πέρασε,
ποδήλατο η μοίρα
τον προσπέρασε,
τις ρόδες
της ζωής του
τις μετράει
τώρα
απ΄ τα αστέρια
μας κοιτάει.
Ειν΄η ζωή μας
πεταλιές
ήσουν Παντελή μας
φώς στο χτές,
ποδήλατο που
χάλασε στο χρόνο,
να ξέρεις σε θυμάμαι
αυτό μόνο.
-------
ΑΗ ΓΙΑΝΝΗΣ
Τα πεύκα σαν στρατός
που κατεβαίνει
στη μάχη των κυμάτων
να βρεθεί,
άγρυπνος φρουρός
Φανερωμένη,
στο πέλαγος μια βάρκα
με πανί.
Τα διάφανα νερά
στο Κρυονέρι
μνήμες τα κοχύλια
στο βυθό,
εκεί που σε φιλούσα
καλοκαίρι
σκιρτώντας
με το πρώτο σ΄αγαπώ.
Στους Μύλους
ξαναγύρισαν
τα χρόνια,
θυμήθηκα
το πρώτο ραντεβού
μύριζε η πρώτη σου
κολώνια
όμηροι του άγουρου
φιλιού.
Γυμνοί
μια αγκαλιά
δίπλα στο κύμα,
δοσμένοι στου ονείρου
την ορμή,
τα χρόνια μας προδώσανε
τι κρίμα,
την όμορφη
δεν ζήσαμε ζωή.
Τα βράδυα
Πού μετρούσαμε
τ΄αστέρια
στις δύσες που σου παίρνουν
το μυαλό,
Κι ας χάθηκαν τόσα καλοκαίρια
στη σκέψη μου θα μείνεις
φυλακτό.
Και πάλι θα σε βρώ
Στον Αη Γιάννη
εκεί που η καρδιά
βρίσκει λιμάνι
στους ήλιους
που μας φώτισαν τη νιότη
απέναντι στο χρόνο
τον προδότη.
Και πάλι θα σε βρώ
στο Κρυονέρι
να ζήσουμε το πρώτο’
καλοκαίρι,
τα χάδια μας να γίνουν
προσκεφάλι
να πούμε
η ζωή εδώ είναι πάλι.
----
ΖΩΗ
Γλυκά εφύσαγε τ΄αγέρι
έσχιζε η βάρκα το νερό,
κι εσύ μου έπιασες το χέρι
και μούπες σιγανά το σ΄αγαπώ.
-------
Παιγνίδια έπαιζαν οι γλάροι,
σκιρτούσε η καρδιά μου ακορνεόν,
τα χείλη σου φιλούσαν σε μια ζάλη
ξεχάσαμε κι οι δυό το παρελθόν.
-----
Η θάλασσα το ξέρω μου ταιριάζει
ανήσυχη, συχνά φουρτουνιασμένη
ψυχή που έζησε στ΄αγιάζι
κουράστηκε θαρρώ να περιμένει.
----
Ανείπωτη χαρά ειν΄η ζωή μας
κι ομως την σκορπίσαμε σε λάθη,
σεντόνια που δεχτήκαν το κορμί μας
στιγμές που αναλώθηκαν τα πάθη.
-------------------------
ΛΕΥΚΑΔΑ ΜΟΥ
Eλάτε να σας δείξω το νησάκι μου
στα κύμματα λουσμένο και στους μύθους,
με σύννεφα θα στείλω την αγάπη μου
ακούγοντας της θάλασσας τους ήχους.
Φεγγάρια μισοπέλαγα σπαρμένα
ξωκκλήσια που μιλάνε στο Θεό,
κοχύλια στο λαιμό της κρεμασμένα
στίχοι που φωνάζουν σ΄αγαπώ.
Ελάτε να σας δείξω το νησάκι μου,
μια χάντρα θαλασσιά η ομορφιά του
τάμα στην Κυρά μένει το δάκρυ μου,
παθιάζω σας τρελός στο άκουσμά του.
-------------
Λαμπιόνια τα αστέρια στα καντούνια της
προσκύνημα τα πεύκα στο βυθό της,
στους Μύλους θα αλέσουμε τις δύσες μας
ωδή στον περιζήτητο Θεό της.
Γιούλια, ροδοπέταλα , ζουμπόύλια
μαγιάπριλο θα στείλω στην Νηρά
χαράματα χορεύω με την Πούλια
στης Γύρας τα φιλόξενα νερά.
Χαλί θα στρώσω δενδρολίβανα
τις μνήμες ερωμένες στο κορμί μου
κι αν έφυγα για πάντα σε περίμενα
σκυλί που αλυχτά η θύμηση μου.
----------------
Λευκάδα του μυαλού μου
και της σκέψης μου,
νησί από το είναι μου βγαλμένο
αιώνια θα μείνω στην αγκάλη σου,
παιδί που το θεώρησαν χαμένο.
Κι αν κάποτε τα χρόνια με προδώσουνε
εγω πάντα θα μείνω στη στοργή σου
αιώνες το κορμί μου θα αλώσουνε
στο χώμα σου θα μείνω θύμησή σου.
------
ΔΕΙΛΙΝΑ
Μενεξεδένια δειλινά
Της Γύρας,τ΄΄ Αη Γιάννη,
που σημαδεύουν την ψυχή,
βρίσκει η καρδιά λιμάνι.
Τα φλογισμένα δειλινά
που η ματιά δεν φτάνει,
εκεί ο ήλιος ντύνεται
με κόκκινο φουστάνι.
Τα φλογισμένα δειλινά
του Αη Γιαννιού
βροχή συναισθημάτων
εκεί στην άκρη
τ΄ουρανού
οργασμός χρωμάτων.
Αγαπημένα δειλινά
του΄Αη Γιάννη
εδώ που ζωή
κάνει σεργιάνι
εκεί τα μάτια μου
να κλείσω
αυτά που έζησα
ξανά να ζήσω.
-------
ΒΡΟΧΗ
Στο είπα η βροχή πως με εκφράζει
οσο και να βρέξει δεν με νοιάζει,
είναι μια βροχή η μοναξιά μου,
σύννεφα μονάχα τα όνειρά μου.
Να πιάσει μια βροχή και νάμαι μόνος
παρέα μου η θλίψη και ο πόνος,
να πιάσει μια βροχή, μια καταιγίδα
να ψάξω τη ζωή μου που δεν είδα.
Στο πρόσωπο να πέφτουν οι σταγόνες
αντί για καλοκαίρια οι χειμώνες,
είναι η βροχή η συντροφιά μου
βάλσαμο στην έρημη καρδιά μου .
Να πιάσει μια βροχή, μια καταιγίδα
να ψάξω τη ζωή μου που δεν είδα.
ΜΑΡΙΑ
Μια θολή
Φωτογραφία
Βρήκα χτες
Απ΄’τα παλιά
Αγκαλιά με την
Μαρία
Γύρω στα
Δεκαεννιά,
Στο ένα χέρι
Το τσιγάρο
Άνδρας έγινα νωρίς
Πως περάσανε
Τα χρόνια
Σαν σταγόνες
Της βροχής.
Στης λεύκας
τη σκιά
σε περιμένω
τ’ αρχικά
που γράψαμε
παιδιά
το σ΄αγαπώ
στο δένδρο χαραγμένο
τότε που μούδινες
όρκους και φιλιά.
Κι αν χάνονται
Τα χρόνια
Σαν τους κλέφτες
Εμείς πάντα θα μείνουμε
Παιδιά,
Ψέματα μας λέμε
Οι καθρέφτες
Αυτό που μετράει
Είν’ η καρδιά.
-------------------
ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Τόσα χρόνια με κοιτάζει
λές και θέλει να μου πεί
πως τα χρόνια είναι κύμα
που τελειώνουν στην ακτή.
Το κεφάλι της μου γνέθει
στη ζωή της λέει ναί
καλημέρες-καληνύχτες
που δεν είπαμε ποτέ.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια γριούλα με πληγώνει,
μιά καρδιά που είναι μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
Με το χέρι της μου στέλνει
φιλικό χαιρετισμό
κι' αν καμιά φορά θα λείπει
νοιώθω πως ανησυχώ.
Δεν μιλήσαμε ποτέ μας
ούτε πρόκειται θαρρώ
μα τα λέμε στ΄ονειρά μας
κι ας υπάρχει το κενό.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια ελπίδα με ενώνει
μια γριούλα μένει μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
-----------------------------------
ΜΙΑ ZΩΗ
Έψελνε ο μαϊστρος
στα μαλλιά της.
Κι εγώ τρελός
Στην αγκαλιά της
Ένας μικρός Θεός.
Νανούριζε
Τ’αστέρια της
Η νύχτα
Κι’ εσύ μην πείς
Την καληνύχτα
Άστην να την πεί
Ο ουρανός.
Κι΄αν δεν υπήρχες
Θα σ΄είχα πλάσει
Στα ‘ονειρά μου
Κάποια βραδυά
Μια ζωή
Δεν θα μου φθάσει
Να σε γεμίζω με φιλιά
Μια ζωή
δεν θα μου φθάσει
να σε κρατάω αγκαλιά.
---------------------
ΝΑΥΑΓΟΣ
Η ζωή μου βάρος
ξεχασμένος φάρος
στον ωκεανό,
κύματα τα πάθη
μη μιλάς για λάθη
σ΄ενα ναυαγό.
Δήθεν και λαμόγια
πνίγομαι στα λόγια
χώρα στο βυθό,
ακούστε με φωνάζω
φακελάκι βάζω
πάλι στο γιατρό,
αχ πως να σωθώ.
Μοναξιάς μνημείο
χώρα πολυθρόνας
των τηλεκοντρόλ,
μια ζωή χειμώνας
ζούμε για το γκόλ.
Χώρα επαιτείας
τηλεαδικίας
πάθος κινητών,
χώρα των απόντων
ξένων συμφερόντων
των αλλοδαπών.
Ξένος στη δουλειά μου
χάπια τα όνειρα μου
μόνιμα απών
Χάθηκαν οι φίλοι
σώπασαν οι λίγοι
χώρα των λαθών.
Ακούστε με φωνάζω
φακελάκι βάζω
φθάνει δεν μπορώ
αχ πως να σωθώ.
------------------------
ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Δεν θα σου τάξω
γη και ουρανό,
Ούτε χρυσάφια,
ήλιους και αστέρια.
Θέλω μονάχα
να σου πώ
για τα χαμένα
καλοκαίρια.
Τις νύχτες
που σε κέρναγα
αρμύρα
γυρμένοι
στ' αποκούμπι
του ονείρου,
της θάλασσας
ακούγοντας
τη λύρα
Ταμένοι
στην απόγνωση
τ΄ απείρου.
Θέλω στη σκέψη σου
να γίνω
τρεχαντήρι,
στης άνοιξης
τη νιότη
να χαθώ
Ξυπόλυτοι
στου πάθους
το λιοπύρι
να σκύψω
να σου πώ
τα σ΄αγαπώ.
Nα γίνω
κοκκαλάκι
στα μαλιά σου,
στα πόδια σου
διάφανο καλτσόν
λάφυρα
να πάρω
τα φιλιά σου
δραπέτες
στο νησί
των πειρατών.
Θέλω
για πάντα
στην ψυχή σου
να αράξω
να μείνεις
μια αθάνατη
κολώνια
στο μπράτσο
τη μορφή σου
να χαράξω,
αγάλματα
να μείνουνε
τα χρόνια.
Θέλω
να μείνω
έφηβος
αιώνια
σαν ένα
διαβολάκι
που τραβάει
τα
παντελόνια.
-------------------------------------
ΑΠΟΡΙΕΣ
Είμαι ένα θύμα
Δεν λαμβάνω σήμα
Από τους ανθρώπους
Κι απορώ,
Γύρω ξηρασία
Δήθεν και ανία
Χάθηκαν οι φίλοι
Κι απορώ.
Τέλειωσαν οι νύχτες
Σαν τις καληνύχτες
Που ζητώ,
Τώρα στα κανάλια
Των πολλών τα χάλια
Βλέπω τη ζωή μου
Κι απορώ.
Θέλω να φωνάξω
Τωρα θα ξεσπάσω
Αλμα στο κενό
Μέσα στα σεντόνια
Γέρικα καμιόνια
Χάθηκαν τα χρόνια
Σαν νερό.,
Εδωσα τα πάντα
Ονειρα λεζάντα
Κι εμεινε μια λάμψη
Στο φακό,
Εδωσα τα πάντα
Μ’εαβαλαν στην πάντα,
Κι εχω τωρα φίλο
Ένα κινητό.
------------------
ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΦΕΥΓΩ
Toν μαίστρο
θα προστάξω
το Μαγιάπριλο
θαρθώ,
τη ψυχή μου
να πετάξω,
στην Ελάτη
αετό.
Να ζητήσω
στο μελτέμι
να με φέρει
στο Νυδρί,
να πετάξω
σαν το γλάρο
Μεγανήσι,
Μαδουρή.
Να λυγίσω
σαν το πεύκο
σαν αλήτισσα ιτια,
στού Πουλιού
το τριανέμι
να κοιτάξω
τη Κυρα.
Οσο κι΄αν φεύγω
σε ζητώ
στο Ιβάρι
δειλινό
ενα βότσαλο
στο Πόρο
στη ζωή μου
είσαι δώρο,
πλατάνι
στη Καρυα,
πηγάδι
στο Φρυά.
Οσο κι αν φεύγω
είμαι εδώ,
ένας γλάρος
στο Βλυχό,
στους Σκάρους
κυπαρίσσι,
στο Κάβαλο
μελίσσι,
κρινάκι στην ακτή
μια στροφή
στην Εγκλουβή,
ένας φάρος
στο Λευκάτα
προσευχή
στα Λαζαράτα,
μια αυλή
στο Σπαρτοχωρι,
' μυγδαλιά
στο Σπανοχωρι,
ενα δίχτυ
στη ντουγάνα
καλοκαίρι
στη Νικιάνα.
Λευκάδα μάνα
του πόθου σήμα.
πευκοβελόνα
στη Νηρά.
Λευκάδα μάνα
παραμάνα
στο πανωφόρι
τη χειμωνιά.
Λευκάδα κόρη
γλάρος
στην πλώρη,
στο ξεροβόρι
μια αγκαλιά
Λευκάδα πόνος
γυρίζω μόνος
με μιά κιθάρα
στην αμμουδιά.
----------------------------------
ΛΕΥΚΑΔΑ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ντυμένο
ονειρο
στο μπλέ,
ψυχής
ακροθαλάσσι,
μια νύχτα
δεν θα φθάσει
για να
σ΄ονειρευτώ,
να τρέξω στα
καντούνια σου,
στις κάτασπρες
αυλες σου
και τις
ομορφιές σου
να κάνω
φυλακτό.
Λευκάδα
μάγισσα
τα
χρόνια
χάλασα
στη ξενιτειά.
μα σε
νοστάλγησα,
κύματα
ναύλωσα
νάρθω κοντά
Να φύγω με
μονόξυλο
στα κύμματα
του Κάστρου
και στην τροχιά
του αστρου
να σε συναντώ,
να πλέξω
με αγιοκλιμα
μνήμες
να σου στείλω
και στης
Κυράς
το μύρο
να σωθώ.
Λευκάδα
μαγισσα
φεγγάρια
δάνεισα
για να
σε δω,
Λευκάδα
μαγισσα
τσιγάρα
μάζεψα
για το
φευγιό.
--------------------------------------
TAΞΙΔΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ
Λένε πως θα σε μαγέψει
την καρδιά σου θα την κλέψει
δεν μπορείς ν΄αντισταθείς
έλα και μην καρτερείς.
Της βαρκούλας το πανί
θα μας πάει Μαδουρή,
φεγγαράδα στο Βλυχό
πάμε Κάλαμο, Καστό.
Στο Νυδρί και στα Χορτάτα
βαρτζαμι στα Λαζαράτα
Πόρος, Συβρος, Βουρνικα
Κάθισμα για μια βουτιά.
*Τα τοπία στη Λευκάδα
δεν υπάρχουν στην Ελλάδα
Της Λευκάδας τα τοπία
του Θεού η ευλογία.
Τ΄Αη Γιανιού τα δειλινά
δεν θα βρίσκεις πουθενά
η Κυρά Φανερωμένη
στην καρδιά σου ριζωμένη.
Στα πλατάνια της Καρυάς
και στα βράχια της Νηράς
βόλτα στη Βασιλική
Μεγανήσι, Εγκλουβή.
Θα σε πιάσει απ΄το χέρι
μεθυσμένο καλοκαίρι
θα σου δείξει μυστικά
φρέσκο ψάρι στη Λυγιά.
*Της Λευκάδας τα τοπία
ειναι ποίημα, μαγεία.
Τα τοπία στη Λευκάδα
ομορφαίνουν την Ελλάδα.
------------------------------------
Χρυσαφένιες αμμουδιές
και απάτητες κορφές
τα νερά της άλλο μπλέ
που δεν ειναι είδατε ποτέ.
Το γλυκό το μαϊστράλι
θα μας βγάλει Περιγιάλι
μία στάση στη Νικιάνα
πυροφάνια στη ντουγάνα.
Έγινε στο κύμα δίκη
δια βοής Πόρτο Κατσίκι
πεύκα, ρείκια και θυμάρι
κορμοράνοι στο Ιβάρι.
*Τα τοπία στη Λευκάδα
δεν υπάρχουν στην Ελλάδα
Της Λευκάδας τα τοπία
του Θεού η ευλογία.
Μια βραδιά στον Αι Νικήτα
οτι θα ποθήσεις ζήτα.
Εγκρεμνοί και Αγιοφίλι
Γύρα, Κάστρο να κι΄οι Μύλοι.
Με κιθάρες και καντάδες
στα καντούνια οι κυράδες
Καλαμίτσι και Δρυμώνας
δεν υπάρχει εδω χειμώνας.
Καταπράσινο νησί
στεναγμός του ποιητή
οταν ερθεις θα ενδώσεις
και με στίχους θα πληρώσεις.
*Της Λευκάδας τα τοπία
ειναι ποίημα, μαγεία.
Τα τοπια στη Λευκάδα
ομορφαίνουν την Ελλάδα.
---------------------
AΠΕΝΑΝΤΙ
-Στη Βέρα για τα ατέλειωτα ταξίδια που μας χάρισε.
Xόρευε η βροχή πάνω στα τζάμια
σύννεφα σκεπάσανε τη Λάμια,
βαρύ αστραποβρόντι απ΄τη Γύρα
ξεθύμανε στους Μύλους η αλμύρα. Τρεμόσβυνε στο Κάστρο το φανάρι
ανέβηκε ο 'Ορφέας' στο πατάρι,
διάλεξη σκαρώνει ο Κοκονιώρος
σαρώνει τα αυλάκια ο Μανιώρος.
Πάμε απέναντι ρε Βέρα
για να βρούμε τα παιδιά
η ζωή ειναι μια σφαίρα
ποτέ πίσω δεν γυρνά.
Πάμε με το πυροφάνι
το καμάκι, τη συρτή
μακροβούτια στο μουράγιο
και στου 'Πάπιου' δηλωτή.
Κι απόψε στον παράδεισο του 'Μύτα'
έρωτες και πάθη όλα πίτα,
χέρια που απλώνονται θα ψάξω
με φίλους στου 'Μουτρούκαλη' θ΄αράξω.
'Απόλλωνας' και 'Πάνθεον' στη σκέψη
όνειρα θα βλέπω ως να φέξει
κερί που άναψα και μένει
βιτρό στο ιερό Φανερωμένη.
Πάμε απέναντι ρε Βέρα
για να βρούμε τα παλιά
να γλεντήσουμε τη μέρα
Πόντε, μόλο, Αη Μηνά,
να καλέσουμε τη μνήμη
στον Ανθώνα να μας βρεί
στην σκιά των ευκαλύπτων
με το πρώτο μας φιλί.
Στρώματα θα κάνουμε τα φύκια
Κάστρο, αμμόγλωσα και ρείκια
φεγγάρι προβολέας θα μας βλέπει
κανείς δεν θα μαντέψει αυτό το στέκι.
Έρχεται ο πατέρας με τη βάρκα
νύχτα στο παζάρι για την τσάρκα,
βλέμματα σε στύση ειναι μόνο
τη νιότη μου στα χέρια θα πληγώνω.
Πάμε απέναντι ρε Βέρα
να τα ζήσουμε ξανά,
να σηκώσουμε παντιέρα
στου πελάγους τα βαθιά
εποχή πού εχει φύγει
να καλέσουμε κρυφά
και να κάψουμε τα λάθη
στ΄Αη Γιάννη τη φωτιά.
Γελασα στου Βούλη την παρλάτα
δώσε μας κυρ Σπύρο μαντολάτα,
πίσω απ' την μπάντα και στη 'Διάνα'
κλέφτες κι' αστυνόμοι στην αλάνα.
Φέρε γλυκά αχ μπάρμπα Αντρέα
έγιναν οι γευσεις σου σημαία,
γλέντια, καρναβάλια και ρεσάλτο
με γλυκιές καντάδες στον 'Ρεγάντο'.
Πάμε απέναντι ρε Βέρα
να γελάσουμε ξανά
στου Πουλιού την καλημέρα
στ΄Αη Γιαννιού τα δειλινά,
με τους ήλιους να μας παίρνουν
οπως φεύγουνε μαζί
και μετά όλοι να πούμε
εδώ είναι η ζωή.
---------------------------
----------------------
ΠΑΤΕΡΑΣ
'Ηρθες χτες το βράδυ και με ξύπνησες
‘σήκω για να πάμε στο λιμάνι’’,
τι έγινε πατέρα μου’’, τον ρώτησα,
΄΄πάμε η ανάγκη είναι μεγάλη.΄΄
Φύγαμε στη νύχτα σαν φαντάσματα
έτρεμε η καρδιά μου, σαν να σπάσει
πήγαμε στη βάρκα του, που βούλιαζε
φώναζε να σώσει ότι προφτάσει.
Εκείνη τ΄Αη Γιαννιού η καταιγίδα
λάμπαξα , η νύχτα ήταν μέρα,
το δάκρυ του σιγόθαμπα το είδα
κουράγιο να σου δώσω, αχ πατέρα.
Χάθηκε η γή κάτω απ΄τα πόδια του
έκλαιγε, ανήμερο θηρίο,
σπασμένα τα σχοινιά της κι ολο βούλιαζε
κι΄έκανε θυμάμαι ένα κρύο.
Στο μώλο ξαφνικά όλα γαλήνεψαν
χαθήκαμε στο όνειρο κι δύο,
τα χρόνια επιβάτες που ταξίδεψαν
πατέρα η ζωή μάς είπε αντίο.
-------------------------------------------
Ο ΑΗ ΛΙΑΣ
H βάρκα μας ο Αη Λιάς
το κύμα έσχιζε για εμάς,
ο πατέρας στο τιμόνι
η χαρά να μας λιγώνει.
----------------------------
Γέλια και τρελές στιγμές
λες και ήταν όλα χτες,
τ΄ανέμελα τα χρόνια
μας ξεγέλασαν αιώνια.
-----------------------------------
Τώρα η βάρκα είναι μόνη
με την πίκρα στο τιμόνι,
βούλιαξε ο Αη Λιάς,
έγινε ένας σαν κι εμάς.
--------------------------------------------
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΡΟΜΗΛΙΟΣ
Και πάλι θα σε βρω σε κάποια άκρη
εκεί που ο καημός γίνεται δάκρυ,
στις βάρκες, στο Ιβάρι και στο μώλο
που βρίσκαμε μαζί το κόσμο όλο,
θα κρύψουμε στις χούφτες μας στον ήλιο
και πάλι θα σε βρω Γιάννη Σπρομήλιο.
Μαζί στα μακροβούτια στο μουράγιο
εκεί που η καρδιά θέλει κουράγιο,
θα στρίψουμε τσιγάρο με αλμύρα
καπνό θα αναστήσουμε στη Γύρα.
Στο γήπεδο θα μπούμε απ΄τη τρύπα
θα πιούμε, θα μεθύσουμε, στου Μυτα
θα δούμε στον ‘Απόλλωνα’ ταινίες
μαζί στα μανουάλια στις κηδείες,
θ’ ανάψουμε φωτιές στον Αη Γιάννη
με τρύπια παντελόνια στο λιμάνι
ψάρεμα με σάπια καλαμίδια
προσκύνημα στα άδεια τα στασίδια
θα τρέξουμε ξυπόλυτοι στούς δρόμους
παίζοντας κλέφτες κι΄ αστυνόμους.
Κι ας λένε η ζωή δεν ειναι ωραία
εμείς πάντα θα κάνουμε παρέα,
θα ψάχνουμε φεγγάρια μες στον ήλιο
εκεί που θα σε βρω Γιάννη Σπρομήλιο.
ΝΑΥΑΓΟΣ
Η ζωή μου βάρος
ξεχασμένος φάρος
στον ωκεανό,
κύματα τα πάθη
μη μιλάς για λάθη
σ΄ενα ναυαγό.
Δήθεν και λαμόγια
πνίγομαι στα λόγια
χώρα στο βυθό,
ακούστε με φωνάζω
φακελάκι βάζω
πάλι στο γιατρό,
αχ πως να σωθώ.
Μοναξιάς μνημείο
χώρα πολυθρόνας
των τηλεκοντρόλ,
μια ζωή χειμώνας
ζούμε για το γκόλ.
Χώρα επαιτείας
τηλεαδικίας
πάθος κινητών,
χωρα των απόντων
ξένων συμφερόντων
των αλλοδαπών.
Ξένος στη δουλειά μου
χάπια τα ονειρά μου
μόνιμα απών
Χάθηκαν οι φίλοι
σώπασαν οι λίγοι
χώρα των λαθών.
Ακούστε με φωνάζω
φακελάκι βάζω,
φθάνει δεν μπορώ
αχ πως να σωθώ.
--------------------------------
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Ντυμένη στα λευκά
λές κι ήσουνα φεγγάρι,
ήρθες απόψε στα κλεφτά
στο άδειο μαξιλάρι.
Στοργικά με φίλησες
Και μούδωσες το χάδι,
καθόλου δεν μου μίλησες,
σκιά μες στο σκοτάδι.
Σαν μια τρελή αμυγδαλιά
π’ ανθίζει τον Γενάρη,
με χόρτασες από φιλιά
έφυγες όμως πάλι.
Ξύπνησα χαράματα
σε έψαξα σαν κλέφτης,
μ΄ έπιασαν τα κλάματα,
όνειρο ήταν, ψεύτης.
EΞΗΝΤΑΡΗΣ
Όταν σε προσφωνούν
‘καλώς τον κυρ-Ηλία’,
νοιώθω ένα μούδιασμα,
γεράσαμε, όχι αστεία.
Κι ‘ όταν σε μια λαϊκή
με φώναξαν παπού,
μ΄’επιασε κατάθλιψη
και γύρισα αλλού.
Στην εφηβεία γηρατειών
είναι ο εξηντάρης,
οσο κι αν θέλει η καρδιά
τη νιότη δεν θα πάρεις.
Φύγανε τα χρόνια μας
σαν τους λωποδύτες,
της ζωής την Κυριακή
την κέρδισαν οι λύπες
-----
Μα μέσα μου
υπάρχει ένα φώς
που πάντα με κρατάει
δυνατό,
θα ζήσουμε
κουφάλα
νεκροθάφτη
κι ας έχουμε
τον ίδιο το Θεό.
Θα ζήσω τη ζωή
αυτή που θάρθει,
Κι ας εχω φίλο
ένα κινητό!.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου