-Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΟΥ
Η διαπίστωση ότι το είχα ξεχάσει έγινε περίπου πέντε λεπτά αφότου έφυγα από το σπίτι. Αγχωμένος με τον χρόνο και το κυκλοφοριακό, πού να βρεις μυαλό. Η ιδέα να επιστρέψω να το πάρω αμέσως εγκαταλείφθηκε, αφού με πίεζε ασφυκτικά ο χρόνος. Το ξέχασα, λοιπόν, το κινητό μου και για μια ημέρα άλλαξε η ζωή μου. Προχώρησα με το αυτοκίνητο, αλλά μου έλειπε. Περνούσε η ώρα και ένιωθα περίεργα. Έκανα τη γνωστή κίνηση στο διπλανό κάθισμα που το άφηνα και ένιωθα αμήχανα. Γενικά η μέρα μου πέρασε παράξενα. Κατέβηκα στο Μετρό, χτυπούσε το κινητό του διπλανού μου και ψαχνόμουν σαν τρελός. Τσέπες, τσάντα, παντού. Χτυπούσαν άλλα κινητά και νόμιζα ότι ήταν το δικό μου. Τέτοια εξάρτηση ούτε που τη φανταζόμουν. Αυτό το μικρό τερατάκι μού έχει γίνει απαραίτητο. Αναγκαίο. Ένας φίλος. Μου έλειπε. Όταν πλήττω το περιεργάζομαι. Όταν νιώθω μόνος επικοινωνώ με γνωστούς. Ένα αποκούμπι στη μοναξιά μου. Μπήκα στο Μετρό και έβλεπα τους άλλους με τα κινητά τους. Και τους ζήλευα. Ο διπλανός μου έστελνε μήνυμα, η απέναντι μου μιλούσε χαμογελώντας, ο νεαρός πιο πέρα έπαιζε με τα πλήκτρα. Βγήκα στον δρόμο και οι πάντες προχωρούσαν με ένα κινητό στο χέρι, στο αφτί. Κι εγώ ένιωθα μόνος. Πήγα στη δουλειά και δεν μου έφτανε το σταθερό τηλέφωνο. Αναζητούσα το κινητό μου. Ήταν για μένα κάτι το απαραίτητο. Το δικό μου κινητό. Ένα κομμάτι της ζωής μου. Τελικά, σκέφτηκα, όλοι είμαστε εξαρτημένοι από τα κινητά. Όπως με την τηλεόραση. Όπως συμβαίνει και με το τσιγάρο. Με τα πάθη. Και τα λάθη μας. Γύρισα αργά το βράδυ στο σπίτι, κουρασμένος. Πήγα και το βρήκα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Αναπαυμένο στη μοναξιά του. Με αναπάντητες κλήσεις, πεσμένη μπαταρία και πολλά μηνύματα. Το έπιασα με ανακούφιση. Το έβαλα να φορτίσει και έπεσα να κοιμηθώ. Μια άδεια ημέρα είχε τελειώσει.
Απο το βιβλίο του ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ: 'ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ''(εκδόσεις 'Αγκυρα')
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
-ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Τόσα χρόνια με κοιτάζει
λές και θέλει να μου πεί
πως τα χρόνια ειναι κύμα
που τελειώνουν στην ακτή.
Το κεφάλι της μου γνέθει
στη ζωή της λέει ναί
καλημέρες-καληνύχτες
που δεν είπαμε ποτέ.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια γριούλα με πληγώνει,
μιά καρδιά που είναι μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
Με το χέρι της μου στέλνει
φιλικό χαιρετισμό
κι' αν καμιά φορά θα λείπει
νοιώθω πως ανησυχώ.
Δεν μιλήσαμε ποτέ μας
ούτε πρόκειται θαρρώ
μα τα λέμε στ΄ονειρά μας
κι ας υπάρχει το κενό.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια ελπίδα με ενώνει
μια γριούλα μένει μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
Η διαπίστωση ότι το είχα ξεχάσει έγινε περίπου πέντε λεπτά αφότου έφυγα από το σπίτι. Αγχωμένος με τον χρόνο και το κυκλοφοριακό, πού να βρεις μυαλό. Η ιδέα να επιστρέψω να το πάρω αμέσως εγκαταλείφθηκε, αφού με πίεζε ασφυκτικά ο χρόνος. Το ξέχασα, λοιπόν, το κινητό μου και για μια ημέρα άλλαξε η ζωή μου. Προχώρησα με το αυτοκίνητο, αλλά μου έλειπε. Περνούσε η ώρα και ένιωθα περίεργα. Έκανα τη γνωστή κίνηση στο διπλανό κάθισμα που το άφηνα και ένιωθα αμήχανα. Γενικά η μέρα μου πέρασε παράξενα. Κατέβηκα στο Μετρό, χτυπούσε το κινητό του διπλανού μου και ψαχνόμουν σαν τρελός. Τσέπες, τσάντα, παντού. Χτυπούσαν άλλα κινητά και νόμιζα ότι ήταν το δικό μου. Τέτοια εξάρτηση ούτε που τη φανταζόμουν. Αυτό το μικρό τερατάκι μού έχει γίνει απαραίτητο. Αναγκαίο. Ένας φίλος. Μου έλειπε. Όταν πλήττω το περιεργάζομαι. Όταν νιώθω μόνος επικοινωνώ με γνωστούς. Ένα αποκούμπι στη μοναξιά μου. Μπήκα στο Μετρό και έβλεπα τους άλλους με τα κινητά τους. Και τους ζήλευα. Ο διπλανός μου έστελνε μήνυμα, η απέναντι μου μιλούσε χαμογελώντας, ο νεαρός πιο πέρα έπαιζε με τα πλήκτρα. Βγήκα στον δρόμο και οι πάντες προχωρούσαν με ένα κινητό στο χέρι, στο αφτί. Κι εγώ ένιωθα μόνος. Πήγα στη δουλειά και δεν μου έφτανε το σταθερό τηλέφωνο. Αναζητούσα το κινητό μου. Ήταν για μένα κάτι το απαραίτητο. Το δικό μου κινητό. Ένα κομμάτι της ζωής μου. Τελικά, σκέφτηκα, όλοι είμαστε εξαρτημένοι από τα κινητά. Όπως με την τηλεόραση. Όπως συμβαίνει και με το τσιγάρο. Με τα πάθη. Και τα λάθη μας. Γύρισα αργά το βράδυ στο σπίτι, κουρασμένος. Πήγα και το βρήκα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Αναπαυμένο στη μοναξιά του. Με αναπάντητες κλήσεις, πεσμένη μπαταρία και πολλά μηνύματα. Το έπιασα με ανακούφιση. Το έβαλα να φορτίσει και έπεσα να κοιμηθώ. Μια άδεια ημέρα είχε τελειώσει.
Απο το βιβλίο του ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ: 'ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ''(εκδόσεις 'Αγκυρα')
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
-ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Τόσα χρόνια με κοιτάζει
λές και θέλει να μου πεί
πως τα χρόνια ειναι κύμα
που τελειώνουν στην ακτή.
Το κεφάλι της μου γνέθει
στη ζωή της λέει ναί
καλημέρες-καληνύχτες
που δεν είπαμε ποτέ.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια γριούλα με πληγώνει,
μιά καρδιά που είναι μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
Με το χέρι της μου στέλνει
φιλικό χαιρετισμό
κι' αν καμιά φορά θα λείπει
νοιώθω πως ανησυχώ.
Δεν μιλήσαμε ποτέ μας
ούτε πρόκειται θαρρώ
μα τα λέμε στ΄ονειρά μας
κι ας υπάρχει το κενό.
Στο απέναντι μπαλκόνι
μια ελπίδα με ενώνει
μια γριούλα μένει μόνη
στο απέναντι μπαλκόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου