Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Εκπλήξεις

Εκπλήξεις
ΣΗΚΩΘΗΚΑ ΜΕ ΔΙΑΘΕΣΗ. Ανοιξα ραδιόφωνο µε χαρούµενη µουσική. Ολοι οι σταθµοί είχαν κέφια. Ετοιµάστηκα. Στις ειδήσεις όλα ήταν χαρµόσυνα. Μειώθηκε το χρέος και τα ελλείµµατα, έπεσαν τα σπρεντ, έπεσαν τα επιτόκια, σε ύψη-ρεκόρ το χρηµατιστήριο, τέλος οι ουρές αναµονής στο ΙΚΑ, παρελθόν οι µίζες και η διαφθορά. Στο 2% η ανεργία.

Στο ασανσέρ άκουσα µια µεγάλη «καληµέρα» από τον αµίλητο του πέµπτου. Η πρώτη έκπληξη. Στον δρόµο δεν βρήκα κίνηση. Δεν άκουσα ούτε ένα κορνάρισµα. Δεν είδα ούτε µια µούντζα. Ούτε ένα σκουπίδι στους δρόµους. Ούτε ένας δεν µιλούσε στο κινητό. Και οι οδηγοί, µε περισσή ευγένεια, σταµατούσαν για να περάσουν οι πεζοί. Εξεπλάγην που ο ταξιτζής, µπροστά µου, µε τα αλάρµ αναµµένα, ζήτησε συγγνώµη – µε µια χειρονοµία – γιατί καθυστέρησε για να πάρει πελάτη. Δεύτερη έκπληξη.
Στο Μετρό όλοι ήταν χαµογελαστοί, διάβαζαν λογοτεχνικά βιβλία και εφηµερίδες. Και οι νεώτεροι πρόσφεραν τηθέση τουςστους ηλικιωµένους. Ηµουν µάλιστα µάρτυρας ενός άγριουκαβγά µεταξύ δυο νέων για το ποιος θα δώσει πρώτος τη θέση του σε µια ηλικιωµένη. Τσιµπήθηκα. Τρίτη έκπληξη. Στην Πανεπιστηµίου, κεφάτοι άνθρωποι στον δρόµο. Τα µαγαζιά γεµάτα. Γυναίκες φορτωµένες µε τσάντες από ψώνια. Κίνηση.
Ρυθµός. Τα πρωτοσέλιδα διθυραµβικά για το θαύµα της ελληνικής οικονοµίας µε εξαγγελίες για σηµαντικές αυξήσεις µισθών και συντάξεων. Η τρόικα παρελθόν. Τα πεζοδρόµια να αστράφτουν και χωρίς να έχουν παρκαρισµένα αυτοκίνητα. Τέταρτη έκπληξη. Τσιµπήθηκα. Στον «Ευαγγελισµό», όπου πήγα για να επισκεφθώ συγγενή µου, ένιωσα ότι δεν βρίσκοµαι στην Ελλάδα. Τι χλιδή, τι καθαριότητα, τι οργάνωση. Να τα χαµόγελα και οι φιλοφρονήσεις. Ούτε µία διαµαρτυρία. Μάλιστα, ακόµη και υγιέστατοι ζητούσαν να επισκεφθούν το νοσοκοµείο-πρότυπο. Στην Οµόνοια (και στις γύρω περιοχές) «εξαφανίστηκαν» οι µετανάστες και οι τοξικοµανείς.
Και οι τουρίστες δεν προλαβαίνουν να τραβούν βίντεο και φωτογραφίες µπροστά σε αυτήν τη µοναδική οµορφιά. Ηταν µεσηµέρι, όταν κοντά στην Κλαυθµώνος µια 25χρονη ξανθιά µε γούνα, µίνι και ψηλές µπότες µού έκλεισε το µάτι. Κεραυνός. Σεισµός. Τσιµπήθηκα µέχρι... µαυρίσµατος. Γύρισα πίσω µου και ξαναγύρισα µήπως κάνω λάθος. Και αυτή, φιλήδονα – µε προκλητική ευθύτητα –, µου ζήτησε να πάµε για καφέ.

Καµία έκπληξη. Πάντα ζούσα στον κόσµο µου.
(TA NEA-16/02/2011)

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Εντάξει, είπαμε... Αλλά εσύ το παράκανες, βρε παιδί μου.

Δημοφιλείς αναρτήσεις