ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟ ''ΚΟΜΜΑΤΙ''ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
Το έθιμο του «σπασίματος της στάμνας» , το κομμάτι ή οι μπότηδες, είναι κοινό στα Επτάνησα με τη μεγάλη διαφορά ότι η Κέρκυρα –λόγω των έξυπνων και εξωστρεφών ανθρώπων της τοπικής αυτοδιοικησης, κατάφερε να το μετατρέψει , εδώ και χρόνια, σε μια μοναδική τουριστική ατραξιόν προσελκύοντας χιλιάδες τουρίστες.
Στην γειτονική Κέρκυρα είναι το έθιμο και οι στιγμές που όλοι οι επισκέπτες αλλά και οι ντόπιοι κάτοικοι περιμένουν .Από όλα τα μπαλκόνια και σε κάθε σπίτι του νησιού οι κάτοικοι πετούν στο δρόμο μεγάλα πήλινα κανάτια η στάμνες γεμάτα νερό την ίδια ώρα που όλες οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπάνε χαρμόσυνα.
Το ιδιο ακριβως έθιμο , ‘ το κομμάτι’’αναβιώνει εδώ και πολλά χρόνια και στη Λευκάδα.Με τη διαφορά ότι οι εκάστοτε δήμαρχοι και εκπρόσωποι των επαγγελματιών δεν ξέρουν να το προωθήσουν εκτός Λευκάδας . Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου στην πόλη της Λευκάδας,μόλις σημάνει η πρώτη καμπάνα οι λευκαδίτισσες νοικοκυρές «ρίχνουν το κομμάτι», δηλαδή να πετάνε από ψηλά για να σπάσει με κρότο κάποιο πήλινο «αγγειό» (πιάτο, παδέλα, σκουτέλα, μπότη, πινιάτα κλπ) που τους βρίσκεται.
Στη Λευκάδα, δυστυχώς, η εσωστρέφεια , η δημοσιουπαλληλική νοοτροπία και οι ιδεοληψίες εχουν οδηγήσει το νησί σε ένα τέλμα.Παντού.Ακόμη και στην προβολή των τοπικών εθίμων.
Στα Ιόνια νησιά το έθιμο «το σπάσιμο της στάμνας» πραγματοποιείται με την πρώτη Ανάσταση, που γίνεται να ξημερώνει Μεγάλο Σάββατο, τότε που ο ιερέας λέει το «Χριστός Ανέστη» και οι χριστιανοί σπάνε πήλινα αγγεία ή κάνουν με ότι μπορούν θόρυβο για να διώξουν το κακό του θανάτου.Έχουν ειπωθεί πολλά για την έλευση αυτού του εθίμου, που άλλοι το θεωρούν ξενικό και άλλοι, πως είναι αρχαιοελληνικής προέλευσης.
Στα Ιόνια νησιά το έθιμο «το σπάσιμο της στάμνας» πραγματοποιείται με την πρώτη Ανάσταση, που γίνεται να ξημερώνει Μεγάλο Σάββατο, τότε που ο ιερέας λέει το «Χριστός Ανέστη» και οι χριστιανοί σπάνε πήλινα αγγεία ή κάνουν με ότι μπορούν θόρυβο για να διώξουν το κακό του θανάτου.Έχουν ειπωθεί πολλά για την έλευση αυτού του εθίμου, που άλλοι το θεωρούν ξενικό και άλλοι, πως είναι αρχαιοελληνικής προέλευσης.
Πρώτη εκδοχή είναι, πως, οι Ενετοί κατά την περίοδο της Πρωτοχρονιάς έσπαγαν τις παλιές στάμνες, στην μεγαλύτερη γιορτή τους,- ως φόρο- στο νέο χρόνο, προκειμένου να τους φέρει νέα αγαθά στο σπίτι τους. Οι Ορθόδοξοι μετέφεραν το έθιμο, όπως λένε κάποιοι μελετητές, την Λαμπρή, λόγω που αυτή η εορτή θεωρείται η μεγαλύτερη για αυτούς.Μια άλλη εκδοχή που φαίνεται να έρχεται από τον μεσαίωνα, είναι αυτή που θέλει να γίνεται το σπάσιμο της στάμνας, για να φύγουν μακριά τα «μολυσμένα» κακά πνεύματα που ταλαιπωρούν τους ανθρώπους.
Μια τρίτη εκδοχή είναι αυτή που λέει, πως επειδή μέσα στη στάμνα τα παλιά χρόνια φύλαγαν τα φάρμακα για να συντηρηθούν, λόγω που εκεί υπήρχε δροσιά, όταν έρχεται η χαρά που πατάει τον θάνατο όπως είναι η Ανάσταση του Χριστού μας, είναι μια ευκαιρία να σπάσουμε τη στάμνα, ως πράξη συμβολική ενάντια στο κακό.
Η τέταρτη εκδοχή έχει παγανιστική προέλευση, και θέλει να δείξει, πως καθώς η φύση οργιάζει την άνοιξη, για τη συλλογή των καρπών απαιτούνται νέα κανάτια και δοχεία για την αποθήκευσή τους. Αυτός είναι και ο λόγος, που σπάμε τα παλιά κανάτια στην Ανάσταση του Κυρίου μας, Ιησού Χριστού.
------------------------------------------------------
ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ(του Νότη Μπρανέλλου):
Και για να θυμηθούμε τα παλιά μπρανελίστικα, αναδημοσιεύω "Το κομμάτι" του αείμνηστου Παναγιώτη Τ. Ματαφιά (Νότη Μπρανέλου), απο το βιβλίο του με τίτλο "Απ' τον Αη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε, Αθήνα 1992":
- Δε μ' λες, μωρ' θειά (μώρα μου κιόλας) μη (μ)πάει κι έπεσε το κομμάτι, και δε (ν)το πήρα χαμπέρι;.
- Όχι, μαρή θυατέρα, είναι μπονόρα ακόμα, στο (ν)ύπνο σου δα το ειδες;
- Δε (γκ)ξέρω. Εδεκεί π' σάρωνα, μου κάστ'κε ότ' άκ'σα τη μουζ'κή.
- Όχι, μαρή κουρεμαδιά, είναι μπονόρα σου λέου. Ύστερα απ' τσ' εννιά η ώρα να (ν)το λογαριάζ'ς. Δε μ' λες τώρα, για να πούμε και τίποτσ' άλλο, έβαψες πολλά αυγά μαρή;
- Ένα (γ)κόρακα, χριστιανή μου. Δε (γ)ξέρω τι τον ηύρε το (γ)καλοφούρτουνο το ν'κοκύρ' μου, να (ν)τονε χαρώ, και μου κουβάλ'σε δέκα ντουζίνες, η τζόγια μου, «λες και θα μας κομ-παρίρ'νε οι Αγγλογάλλ'». Κάμε κόντο. Μήτε στα «δώδεκα βαγγέλια» δεν άδειασα να πάου η καψερή, ο Θέος να με σ'χωρέσει.
- Μπα, μαρή κοπέλα μ'. Δε μ' λες κάνε, τ' αρνί σας το σφάξατε;
- Μπαααα, θειά μ'. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ' ούλες τσι χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ'ς, με το ν'κοκύρ' μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά κάθε χρόνο!
- Εγώ, καψόπαιδο, εφώναξα εχτές το μπάρμπ' Αργύρ' και ξεντριγάρ'σα.
- Ναι, είδα τσου «σταυρούς στη (μ)πόρτα» σας. Και του χρόνου να 'στενε καλά.
Δε μ' λες, αλήθεια, θεια, η αφεντιά σου θα (γ)ξέρ'ς. Τι πράμα είν' αλήθεια αυτό το κομμάτι; ¶κου, να γυρίζ', λέει, κάθε Μεγασάββα η μουζ'κή στα σοκκάκια και να βαρεί τ' «διάνα» κι οι ν'κοκυράδες, απ' όπ' βρεθούνε, να τσακίζ'νε στσου δρόμ'ς ότ' παλιαγγειό τσου βρίσκεται. Μπορείς να μ' πεις η αφεντιά σου, τι σένια είναι, η αφεντιά τσου;
- Εθίματα, μαρή θυατέρα. Παλιά εθίματα των γιορτώνε. Τι θέλ'ς να 'ναι; Έτσ'
τα 'βραμε απ' τσου παλιότερους, έτσ' τα βαστάμε και στσι μέρες μας. «Μικρή Ανάσταση» μου την είπε, νια μέρα π' τονε ρώτησα κι εγώ, ο σιορ Πίπ'ς, ο νόντσολος τ' ¶η-Μηνά. Αλλά τώρα, στο (γ)καιρό μας, δεν τα πιεντάνε και πολύ - πολύ. Παλιότερα, καψόπαιδο, ο κοσμάκ'ς τα στ'μάρ'ζε πλειότερο απ'
τσου τωρινούς και μάλ'στα μου πολύ τα χαιρόντανε. Θ'μάμαι νια βολά, σα σήμερα, όπως κατέβαινε η μουζ'κή στο παζάρ' απ' τα Χάβρ'κα για τη (μ)πιάτσα, εδεκεί στο σοκκάκι του Μαρκά, πετιέται απ' το τσαγκάρ'κό του ο Γιώργ'ς ο Κράλ'ς, Θεός σχωρέστονε κι απ'θώνει καταμεσίς του δρόμ' ένανε θεόρατο μπότη, από κειούς εκεί με τ'ν αλ'φή απόξ', ξέρ'ς μαρή, π' βάν'νε το λάδ', μ' ένα φ'τίλ'
απάν' στη μσ'ούδα του, αναμμένο. Οραντίς και το βλέπ'νε οι μουζ'κάντ'δες, σκιαχτήκανε και το βάν'νε στα κοσάκια. Σκορπίσανε και μήτε δ'νήθηκε να (ν)τσου σ΄μασ' άλλο ο μακαρίτ'ς ο μπάρμπα Νιόνιος ο Τσ'ρώτος, π' τσόκανε το «δάσκαλο».
- Έτσ' λ'πόν! . Και δε μ' λες αλήθεια, θεια. Όλο τι πράντσα λογαριάζεις να 'τ'μάσεις;
- Τι πράντσα, μαρή κοπέλα μ', σα (γ)και δε (ν)τα ξέρ'ς, ρωτάς. Απόψε το πατσαλίκι αυγοκομμένο, όπως το καλεί η βραδιά. Αύριο τσότσο κρέας με μανέστρα και τ'ν άλλ' τ' αρνί ψ'μένο. Αυτά. Τα ξέρ'ς. Δε (ν)τα ξέρ'ς τώρα;.
- Θα (ν)το ψήσ'τε στο σουβλί;
- Ναίσκε, μαρή. Όξ' στ'ν αδειά, αντάμα με το (γ)κ'νιάδο μου και το λαλά μου.
Κάθε χρόνο έτσ' κάν'με, από έσπαλε. Θέλ'νε, βλέπ'ς, άμα το σ'κών'νε, να ρίχν'νε και τσι κουμπουριές τσου, για το καλό τα' χρόνου. Το δ'κό σας θα (ν)το βάλ'τε στο φούρνο, ε; Είδα το δ'κόνε σου, τ' απολιώρα, πόφερν' αποκλάδια.
- Τι να κάμ'με, θεια μου; Είμαστε βλέπ'ς κι οι δύο κονκασάδοι.
- Και για Ανάσταση, πού λέτε να πάτε;
- Εδεδώ στ' (μ)πιάτσα, λέμε να βγούμε, στον Αη-Σπ'ρίδωνα για πιο σιμά. Ας πάου τώρα ν' αποσώσω κάτ' δ'λειές που τ'ς έχω στ' μέση, μη (μ)πάει κι έρτ' ο μπάρμπα Χρήστος για το καλότ'χο τ' αρνί. - Τότενες, γεια σ' μαρή θυατέρα μου και καλή σας Ανάσταση.
- Αμήν, θεια μου, παρομοίως, με τ' φαμελιά σου.
--------------------------------------------------------------------------------
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ-ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
- Όχι, μαρή θυατέρα, είναι μπονόρα ακόμα, στο (ν)ύπνο σου δα το ειδες;
- Δε (γκ)ξέρω. Εδεκεί π' σάρωνα, μου κάστ'κε ότ' άκ'σα τη μουζ'κή.
- Όχι, μαρή κουρεμαδιά, είναι μπονόρα σου λέου. Ύστερα απ' τσ' εννιά η ώρα να (ν)το λογαριάζ'ς. Δε μ' λες τώρα, για να πούμε και τίποτσ' άλλο, έβαψες πολλά αυγά μαρή;
- Ένα (γ)κόρακα, χριστιανή μου. Δε (γ)ξέρω τι τον ηύρε το (γ)καλοφούρτουνο το ν'κοκύρ' μου, να (ν)τονε χαρώ, και μου κουβάλ'σε δέκα ντουζίνες, η τζόγια μου, «λες και θα μας κομ-παρίρ'νε οι Αγγλογάλλ'». Κάμε κόντο. Μήτε στα «δώδεκα βαγγέλια» δεν άδειασα να πάου η καψερή, ο Θέος να με σ'χωρέσει.
- Μπα, μαρή κοπέλα μ'. Δε μ' λες κάνε, τ' αρνί σας το σφάξατε;
- Μπαααα, θειά μ'. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ' ούλες τσι χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ'ς, με το ν'κοκύρ' μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά κάθε χρόνο!
- Εγώ, καψόπαιδο, εφώναξα εχτές το μπάρμπ' Αργύρ' και ξεντριγάρ'σα.
- Ναι, είδα τσου «σταυρούς στη (μ)πόρτα» σας. Και του χρόνου να 'στενε καλά.
Δε μ' λες, αλήθεια, θεια, η αφεντιά σου θα (γ)ξέρ'ς. Τι πράμα είν' αλήθεια αυτό το κομμάτι; ¶κου, να γυρίζ', λέει, κάθε Μεγασάββα η μουζ'κή στα σοκκάκια και να βαρεί τ' «διάνα» κι οι ν'κοκυράδες, απ' όπ' βρεθούνε, να τσακίζ'νε στσου δρόμ'ς ότ' παλιαγγειό τσου βρίσκεται. Μπορείς να μ' πεις η αφεντιά σου, τι σένια είναι, η αφεντιά τσου;
- Εθίματα, μαρή θυατέρα. Παλιά εθίματα των γιορτώνε. Τι θέλ'ς να 'ναι; Έτσ'
τα 'βραμε απ' τσου παλιότερους, έτσ' τα βαστάμε και στσι μέρες μας. «Μικρή Ανάσταση» μου την είπε, νια μέρα π' τονε ρώτησα κι εγώ, ο σιορ Πίπ'ς, ο νόντσολος τ' ¶η-Μηνά. Αλλά τώρα, στο (γ)καιρό μας, δεν τα πιεντάνε και πολύ - πολύ. Παλιότερα, καψόπαιδο, ο κοσμάκ'ς τα στ'μάρ'ζε πλειότερο απ'
τσου τωρινούς και μάλ'στα μου πολύ τα χαιρόντανε. Θ'μάμαι νια βολά, σα σήμερα, όπως κατέβαινε η μουζ'κή στο παζάρ' απ' τα Χάβρ'κα για τη (μ)πιάτσα, εδεκεί στο σοκκάκι του Μαρκά, πετιέται απ' το τσαγκάρ'κό του ο Γιώργ'ς ο Κράλ'ς, Θεός σχωρέστονε κι απ'θώνει καταμεσίς του δρόμ' ένανε θεόρατο μπότη, από κειούς εκεί με τ'ν αλ'φή απόξ', ξέρ'ς μαρή, π' βάν'νε το λάδ', μ' ένα φ'τίλ'
απάν' στη μσ'ούδα του, αναμμένο. Οραντίς και το βλέπ'νε οι μουζ'κάντ'δες, σκιαχτήκανε και το βάν'νε στα κοσάκια. Σκορπίσανε και μήτε δ'νήθηκε να (ν)τσου σ΄μασ' άλλο ο μακαρίτ'ς ο μπάρμπα Νιόνιος ο Τσ'ρώτος, π' τσόκανε το «δάσκαλο».
- Έτσ' λ'πόν! . Και δε μ' λες αλήθεια, θεια. Όλο τι πράντσα λογαριάζεις να 'τ'μάσεις;
- Τι πράντσα, μαρή κοπέλα μ', σα (γ)και δε (ν)τα ξέρ'ς, ρωτάς. Απόψε το πατσαλίκι αυγοκομμένο, όπως το καλεί η βραδιά. Αύριο τσότσο κρέας με μανέστρα και τ'ν άλλ' τ' αρνί ψ'μένο. Αυτά. Τα ξέρ'ς. Δε (ν)τα ξέρ'ς τώρα;.
- Θα (ν)το ψήσ'τε στο σουβλί;
- Ναίσκε, μαρή. Όξ' στ'ν αδειά, αντάμα με το (γ)κ'νιάδο μου και το λαλά μου.
Κάθε χρόνο έτσ' κάν'με, από έσπαλε. Θέλ'νε, βλέπ'ς, άμα το σ'κών'νε, να ρίχν'νε και τσι κουμπουριές τσου, για το καλό τα' χρόνου. Το δ'κό σας θα (ν)το βάλ'τε στο φούρνο, ε; Είδα το δ'κόνε σου, τ' απολιώρα, πόφερν' αποκλάδια.
- Τι να κάμ'με, θεια μου; Είμαστε βλέπ'ς κι οι δύο κονκασάδοι.
- Και για Ανάσταση, πού λέτε να πάτε;
- Εδεδώ στ' (μ)πιάτσα, λέμε να βγούμε, στον Αη-Σπ'ρίδωνα για πιο σιμά. Ας πάου τώρα ν' αποσώσω κάτ' δ'λειές που τ'ς έχω στ' μέση, μη (μ)πάει κι έρτ' ο μπάρμπα Χρήστος για το καλότ'χο τ' αρνί. - Τότενες, γεια σ' μαρή θυατέρα μου και καλή σας Ανάσταση.
- Αμήν, θεια μου, παρομοίως, με τ' φαμελιά σου.
--------------------------------------------------------------------------------
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ-ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου