ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ(21 ΜΑΡΤΙΟΥ).
ΜΕ ΣΤΙΧΟΥΣ ΛΕΥΚΑΔΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
-------------------------------
ΛΕΥΚΑΔΑ ΜΟΥ
Νησί λουσμένο μ’ άγιο φως,
λάμψη ιερή από θυρανοίξια.
Ποιος λιθοξόος έπλεξε
δαντέλα τ’ ακρογιάλια σου;
Σαν ποιος ζωγράφος άπλωσε
χρώματα χίλια, μύρια;
Και σμαραγδί και βυσσινιά,
κι όλα τα μπλε του κόσμου;
Ακτές, κοράλλια απανωτά,
σκαλίσματα του χρόνου,
που σαν τ’ αγγίξει ο παφλασμός,
ακούς ηχώ της λύρας.
Μορφές αιθέριες λούζονται
στους μυρωμένους καταρράχτες,
νησάκια κεντητά, βεργέτες
στ’ αυτιά σου κρεμασμένες.
Και ποιος τεχνίτης σμίλεψε
κορφές πλαγιές και κάμπους;
Βράχους που στέκονται παντού
και ποιήματα απαγγέλλουν;
Μύλοι που αλέθουν ιστορίες μυστικές,
όταν φιλιούνται οι πέτρες τους.
Κι από ψηλά η Κυρά,
σκεπή και στέγη ευλογημένη,
Λευκάδα εσύ,
υγρή κι απέραντη ερωμένη.
ΜΙΜΗΣ ΚΟΥΡΤΗΣ
--------------------------------------------------
ΛΕΥΚΑΔΑ
Χώρα της όμορφης ελιάς με τ΄απαλό ακρογιάλι
Πόσες φορές δε μ’έπνιξε η νοσταλγία για σένα,
Στον ελαιώνα σου να ξαναρχόμουν πάλι
Και στους γιαλούς σου νάβλεπα τα κύματα αφρισμένα.
Στο κάστρο το Βενέτικο να κοίταζα το ιβάρι
Πού καθρεπτίζ’ η όψη σου του δειλινού τις ώρες
Να ξαναζούσα τις βουερές τις νύχτες του Γενάρη
Τα΄ατέλειωτο ανεμόβροχο,τις τρικυμίες,τις μπόρες.
Και στα στενά δρομάκια σου που κελάρύζ΄η βρύση
Τα βράδια του καλοκαιριού μες στη βαθιά γαλήνη
Που το φεγγάρι ολόγιομο θαρθεί να σε φωτίσει
Και τη γλυκιά τη θλίψη σου,ως νάταν,ν΄απαλύνει.
Χωρα της όμορφης ελιάς με τα΄απαλό ακρογιάλι,
Οπου κοντά σου πέρασα παιδί, κι εντός μου ζείς αιώνια,
Ας ήτανε για μια στιγμή να ξαναρχόμουν πάλι
Να ζήσω ο,τι δεν έζησα και μούκλεψαν τα χρόνια.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΙΛΙΠΠΑΣ
---------------------------------------------------------
ΛΕΥΚΑΔΑ
Ω, Σύ παραπόδας Ενετού ανόγραμμα της Σικελίας Μέτωπο
Λευκάδα κλαδωτή από πολυελαίους φωτοσκιάσεων.
Σου έφερα τον ωκεανογράφο του ορίζοντα
να αστραπογράψει μυριόηχος ο Νομοπλάστης.
Να η όαση του κάμπου Σου στη δίψα της ερήμου.
Να οι προτομές που χειροτόνησαν οι ίσκιοι Σου.
Εσύ Βυζαντίου ανάγνωσμα, ορθοπτέρυγου Φανερωμένης.
Το κάποτε της ζωής μου το ζωηφόρο σώσμα.
Πόσων γενιών πατήματα εφώλιασαν στις σκέπες Σου.
Ζευγολάτης εφύτευσε αντρότητες στις πόρτες Σου Νησί,
γιατί του αγαπώ μαζί γεννήθηκαν οι χρόνοι απ’ το δρόμο Σου
ηρωθεόρατος Οδυσσεολόγος είσαι γενέτειρα μου.
Απαλός αγέρας Ιόνιος στο κάθισμα της μάνας
πριν γεννηθεί το σήμερα εβύζαξε ο κόρφος Σου
να σκάψει τη λιθιά γονατισμένη στο ντύσιμο του Φάρου
Μέσα στα πλοία του αντίλαλου πολύχρωμες σημαίες.
Βωμός απ’ το Λευκάτα η στεριά νίβει τα μνημεία,
Ο θρόνος της Σαπφούς στην άβυσσο του γαλάζιου.
Η γέννα σου το Κάστρο και η μήτρα σου τα ύψη.
Η σταυρωμένη πέτρα του αετού πίνακας του νου μου.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΛΑΜΟΝΤΕ
Ω, Σύ παραπόδας Ενετού ανόγραμμα της Σικελίας Μέτωπο
Λευκάδα κλαδωτή από πολυελαίους φωτοσκιάσεων.
Σου έφερα τον ωκεανογράφο του ορίζοντα
να αστραπογράψει μυριόηχος ο Νομοπλάστης.
Να η όαση του κάμπου Σου στη δίψα της ερήμου.
Να οι προτομές που χειροτόνησαν οι ίσκιοι Σου.
Εσύ Βυζαντίου ανάγνωσμα, ορθοπτέρυγου Φανερωμένης.
Το κάποτε της ζωής μου το ζωηφόρο σώσμα.
Πόσων γενιών πατήματα εφώλιασαν στις σκέπες Σου.
Ζευγολάτης εφύτευσε αντρότητες στις πόρτες Σου Νησί,
γιατί του αγαπώ μαζί γεννήθηκαν οι χρόνοι απ’ το δρόμο Σου
ηρωθεόρατος Οδυσσεολόγος είσαι γενέτειρα μου.
Απαλός αγέρας Ιόνιος στο κάθισμα της μάνας
πριν γεννηθεί το σήμερα εβύζαξε ο κόρφος Σου
να σκάψει τη λιθιά γονατισμένη στο ντύσιμο του Φάρου
Μέσα στα πλοία του αντίλαλου πολύχρωμες σημαίες.
Βωμός απ’ το Λευκάτα η στεριά νίβει τα μνημεία,
Ο θρόνος της Σαπφούς στην άβυσσο του γαλάζιου.
Η γέννα σου το Κάστρο και η μήτρα σου τα ύψη.
Η σταυρωμένη πέτρα του αετού πίνακας του νου μου.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΛΑΜΟΝΤΕ
-----------------------------------------------------------------
ΚΥΡΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ
Κυρά Φανερωμένη μου, του Λευκαδίτη σκέπη,
χαρά σ 'τον που σε προσκυνά, χαρά στον που σε βλέπει.
Σεμνή Παρθένο να κρατάς στ' απέριττο Θρονί σου
τον Γιόκα σου τον ακριβό και τον Μονογενή σου.
Κι από τα πεύκα γύρωθε κι από τον κάμπο κάτω
κι απ' του Ιονίου την πνοή που γέμει αφρό δροσάτο.
Κι από τα θάμνα, τα στρουθιά και τα άγρια λουλούδια
μύρα, ψαλμούς, λιβανωτό σου στέλνουν τα αγγελούδια.
Κάμε, Κυρά μου, του φτωχού τον μόχθο ευλογία,
του ανήμπορου τον πυρετό κάν' τον δροσιά αγία.
Της μάνας τον παραδαρμό που `χει παιδί στα ξένα
κάν' τον τραγούδι και χορό με κορυφαία εσένα.
Βλόγα, Κυρά μου, του φτωχού το λάδι και το αμπέλι
ως σ' ευλογούν ακοίμητοι οι δυό σου οι Αγγέλοι.
Κι ως στέκονται ο ένας ζερβά κι ο άλλος στα δεξιά σου,
στέλνε μας θεία μηνύματα και σώζε τα παιδιά σου.
Φανέρωνέ μας, Δέσποινα, την κρύφια τη βουλή σου,
διώξ' το κακό κι αγκάλιασε το όμορφο το νησί σου.
Ως αγκαλιάζει με στοργή τα τέκνα της η μάνα,
ως αγκαλιάζει την ψυχή του δειλινού η καμπάνα.
Κι αξίωσέ μας αν ποτέ στα ξένα κοιμηθούμε
στο χώμα της δικής σου γης ανάπαυση να βρούμε.
Κυρά Φανερωμένη μου, της πίστης μου λαμπάδα,
Κυρά μου και Βασίλισσα, βοήθα την Λευκάδα.
Κυρά Φανερωμένη μου, του Λευκαδίτη σκέπη,
χαρά σ 'τον που σε προσκυνά, χαρά στον που σε βλέπει.
Σεμνή Παρθένο να κρατάς στ' απέριττο Θρονί σου
τον Γιόκα σου τον ακριβό και τον Μονογενή σου.
Κι από τα πεύκα γύρωθε κι από τον κάμπο κάτω
κι απ' του Ιονίου την πνοή που γέμει αφρό δροσάτο.
Κι από τα θάμνα, τα στρουθιά και τα άγρια λουλούδια
μύρα, ψαλμούς, λιβανωτό σου στέλνουν τα αγγελούδια.
Κάμε, Κυρά μου, του φτωχού τον μόχθο ευλογία,
του ανήμπορου τον πυρετό κάν' τον δροσιά αγία.
Της μάνας τον παραδαρμό που `χει παιδί στα ξένα
κάν' τον τραγούδι και χορό με κορυφαία εσένα.
Βλόγα, Κυρά μου, του φτωχού το λάδι και το αμπέλι
ως σ' ευλογούν ακοίμητοι οι δυό σου οι Αγγέλοι.
Κι ως στέκονται ο ένας ζερβά κι ο άλλος στα δεξιά σου,
στέλνε μας θεία μηνύματα και σώζε τα παιδιά σου.
Φανέρωνέ μας, Δέσποινα, την κρύφια τη βουλή σου,
διώξ' το κακό κι αγκάλιασε το όμορφο το νησί σου.
Ως αγκαλιάζει με στοργή τα τέκνα της η μάνα,
ως αγκαλιάζει την ψυχή του δειλινού η καμπάνα.
Κι αξίωσέ μας αν ποτέ στα ξένα κοιμηθούμε
στο χώμα της δικής σου γης ανάπαυση να βρούμε.
Κυρά Φανερωμένη μου, της πίστης μου λαμπάδα,
Κυρά μου και Βασίλισσα, βοήθα την Λευκάδα.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΥΔΗΣ
-----------------------------
Ο ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ
Είναι κατεργάρης αυτός ο μαίστρος.Τρυπώνει παντού.Ψέλνει στα ξανθά μαλλιά της Μαρίας.Και ξεσηκώνει τα φύκια.Πετάει καπέλα και ομπρέλες.Και λαχανιάζει στο θρόισμα τα γέρικα πλατάνια.Στρίβει ασθμαίνοντας στα καντούνια.Παρασύροντας χαρτιά και αποτσίγαρα.Κι έρχεται φουριόζος να δονήσει τα κυκλάμινα στα μπαλκόνια.Ενοχλώντας ακόμη και τις καλαμιές που υποκλίνονται ευλαβικά στο πέρασμά του.Αλλα και τα κατάρτια.Σαν σβούρα τραντάζει τα σχοινιά σε ένα αργόσυρτο βουητό μιάς αλλόκοτης μουσικής.Μαλώνει με τα κύματα που διαμαρτύρονται με κυματισμούς.Και αναγκάζει τους γλάρους να αλλάξουν τις περιπολίες τους.
Είναι κατεργάρης ο μαϊστρος.Σβύνει τα σπίρτα για το τσιγάρο.Και τραντάζει τα πανιά στις βάρκες προσφέροντας τη στύση του.Λαμπάζει τα παραθυρόφυλλα.Σαν εισβολέας λικνίζει τις σημαίες.Χαιδεύοντας τα πρόσωπα μας στη βραδινή βόλτα στην παραλία.Μεταφέροντας υπομονετικά ήχους και κουβέντες.Και σαν αλήτης τραγουδάει στις στέγες των σπιτιών.Εξαντλώντας τις φλόγες των κεριών.
Είναι κατεργάρης ο μαϊστρος.Είναι.
ΗΛΙΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου