Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

 




ΤΑ ΕΘΙΜΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ  ΣΤΗ  ΛΕΥΚΑΔΑ

 

 

Από πολλές μέρες οι Λευκαδίτισσες νοικοκυρές συγύριζαν τα σπίτια τους για νάναι έτοιμα και παστρικά τις «καλές μέρες», που έρχονταν.«Πάντα ο ρόλος του πρωταγωνιστή ανήκε αναμφισβήτητα στο γυναικείο προσωπικό του σπιτιού με προεξάρχουσα ιέρεια τη νοικοκυρά: Έπλεναν τα στρωσίδια, ασβέτωναν τα πεζούλια και τις λιθιές της αυλής, καθάριζαν το κατώγι- έβγαζαν και τις αράχνες ακόμα από τα πατωμάτερα, σφουγγάριζαν, ταχτοποιούσαν τα πάντα».

Τα Χριστόψωμα:Η σπουδαιότερη όμως έγνοια τους ήταν το ζύμωμα του «καλού ψωμιού».Και το λέμε καλό ψωμί, γιατί συγκριτικά με το καθημερινό τους ήταν πολύ καλύτερο. Πράγματι, τα Χριστόψωμα ή Χριστοκούλουρα τα ζύμωναν με καλύτερο-καθάριο- αλεύρι από σιτάρι και κοσκινισμένο με ψιλή σήτα. Η μάνα λοιπόν, ή η μεγαλύτερη αδερφή, σκυμμένη στο ζυμωτάρικο σκαφίδι την προπαραμονή των Χριστουγέννων ζύμωνε με γροθιασμένα χέρια το ευλογημένο ψωμί. Κι όταν ερχόταν η ώρα για το πλάσιμο, την τριγύριζαν τα παιδόπουλα του σπιτιού με ορθάνοιχτα μάτια, θέλοντας να ιδούν τις βλάχες τους, τα κορίτσια και τους σταυρούς τους, τα αγόρια.
Τα Χριστόψωμα ήταν μια σειρά, μια οικογένεια ψωμιών που γίνονταν με ειδική φροντίδα και σε ειδικό σχήμα το καθένα:Πρώτα έπλαθαν τη λειτουργιά που τη σφράγιζαν με τη σπιτική σφραγίδα, που δεν έλειπε ποτέ από κανένα χωριατόσπιτο και που την είχαν ολοχρονίς κρεμασμένη στα εικονίσματα. Κατόπιν έφκιαναν τα Χριστόψωμα που ήταν: 1) Ο σταυρός σε μικρό ταψί, 2) Το Χριστόψωμο για τη μέρα των Χριστουγέννων, σε μεγάλο ταψί,3)Δεύτερο μεγάλο μεγάλο Χριστόψωμο που θα τόκοβαν στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και τέλος οι βλάχες (μπαλούμπες) και οι σταυροί για τα παιδιά τα δικά τους, για παιδιά συγγενών, κουμπάρων ή άλλα φτωχά και ορφανά. Στη μέση του μεγάλου Χριστόψωμου των Χριστουγέννων έπλαθαν με ζυμάρι το θείο βρέφος . Τέλος όλα τα ψωμιά αφού τα σφράγιζαν σιμά-σιμά για να σάξουν, τα στόλιζαν με καρύδια, αμύγδαλα και σουσάμι. Ακόμη, ένα μικρό σταυρό στη μέση του μεγάλου Χριστόψωμου των Χριστουγέννων έπλαθαν με ζυμάρι το θείο βρέφος. Τέλος, όλα τα ψωμιά, αφού τα σφράγιζαν σιμά-σιμά για να σάξουν, τα στόλιζαν με καρύδια, αμύγδαλα και σουσάμι. Ακόμη, έναν μικρό σταυρό «κρεμάνε στα εικονίσματα του σπιτιού και μένει εκεί όλο το χρόνο «για το καλό» και ποτέ δεν μουχλιάζει. Σταυρούς κάνουν ακόμα για το σιτάρι, για το λάδι και για τα ζώα τους».

-Το κόψιμο του Σταυρού:Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έκοβαν το Σταυρό. Συγκεντρώνονταν όλοι στο σπίτι, χωρίς να λείπει κανένας. Στη μέση του τραπεζιού έβαζαν ένα μπουκάλι κρασί κι ένα μπουκάλι λάδι. Το φαγητό ήταν σαρακοστιανό. Πριν αρχίσουν, ο προγιαστός έπαιρνε το σταυρό, κι αφού σταυροκοπιόταν με ιεροπρέπεια, τον χάραζε σε τέσσερα κομμάτια και τον έβαζε πάνω στο μπουκάλι με το κρασί. Τότε άπλωναν το δεξί τους χέρι κι έπιαναν όλοι το σταυρό. Έκοβε κατόπιν ένα κομμάτι του Χριστού και έδιναν ευχές ο ένας στον άλλον. Πολλές οικογένειες κόβουν και σήμερα το σταυρό, με τον ίδιο τρόπο.

-Το πάντρεμα της φωτιάς:Κάθε χωριάτικο σπίτι είχε «γωνιά». Το βράδυ της παραμονής, μετά το κόψιμο του σταυρού, ο νοικοκύρης τοποθετεί στη γωνία δυο ξύλα (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό και ένα με παραφυάδες, θηλυκό) και χύνει επάνω τους λίγο λάδι και λίγο κρασί, απ’ το μπουκάλι όπου έκοψαν το σταυρό. Ενώ η φωτιά λαμπαδιάζει για λίγο, ο νοικοκύρης μουρμουρίζει ευχές για το σπιτικό του.
Η φωτιά πίστευαν ότι διώχνει τα παγανά ( τους καλικάντζαρους), που θεωρούσαν ότι κυκλοφορούσαν στον πάνω κόσμο ελεύθεροι και πείραζαν τους ανθρώπους, μέχρι ν’ αγιαστούν τα νερά με τη Βάφτιση του Χριστού. Γι’ αυτό κι η φωτιά έμενε αναμμένη όλο το Δωδεκαήμερο.
Το πάντρεμα της φωτιάς σε άλλα χωριά γινόταν επίσης την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ενώ σε άλλα την παραμονή των Φώτων.

-Τα κάλαντα:Τα ξημερώματα των Χριστουγέννων «τα παιδιά μαζεύονταν σε παρέες και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι να πουν τα κάλαντα. Χτυπούσαν απαιτητικά την πόρτα και άρχιζαν να λένε:

Χριστούγεννα πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου.
Βγήτε να μάθετε όλοι σας πως ο Χριστός γεννήθη.
Γεννήθη και ανατράφηκε με μέλι και με γάλα.
Κι ανοίξτε τις κασέλες σας τις καλοκλειδωμένες.
Όπου τις κλείδωσε ο Χριστός με το δεξί του χέρι.
Και δώστε μας τον κόπο μας απ’ το κομπόδεμά σας.
Αν είστε αφέντες και άρχοντες, δώστε μας τα φλουριά σας.
Αν είστε απ’ τους φτωχούληδες, καλά τα αυγά κι οι κότες.
Και του χρόνου να’ στενε καλά!


-Την παραμονή των Χριστουγέννων διαβάζονται στην Μητρόπολη οι Μεγάλες Ώρες, ο Εσπερινός των Χριστουγέννων και η θ. Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου. Γίνεται τότε μονοεκκλησιά, δηλ. λειτουργεί μόνο αυτή η εκκλησία και συνάζονται όλοι οι ιερείς.Όταν όμως τύχει τα Χριστούγεννα να είναι Κυριακή ή Δευτέρα, οι Μεγάλες Ώρες διαβάζονται την προηγούμενη Παρασκευή. Ο εσπερινός τελείται κανονικά το απόγευμα της Παραμονής και η λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου ανήμερα των Χριστουγέννων.
Επίσης την παραμονή Χριστουγέννων το πρωί, ψάλλονται τα κάλαντα από ομάδες παιδιών και το βράδυ στην αγορά της πόλης τα ψάλλει η «Αγιομαυρίτικη παρέα» με συνοδεία μαντολίνων και κιθάρων.

-«Οι κουτσούνες: Κουτσούνες λέγονται οι αγριοκρεμμύδες. Θεωρούνται σύμβολα τύχης. Παιδιά –και όχι μόνο– ξεριζώνουν κουτσούνες απ’ τις εξοχές της Χώρας και των χωριών και τις πηγαίνουν στα σπίτια τους ή τις πουλάνε. Στα χωριά τις έβαζαν στο κατώι, πάνω σε μια καπάσα ή ένα βαένι με λάδι ή τις κρεμούσαν σ’ ένα πατωμάτερο. Στη Χώρα τις τοποθετούσαν στην κουζίνα.

-Η βασιλόπιτα: Το καθιερωμένο γλύκισμα των ημερών και το παραδοσιακό λευκαδίτικο γλυκό, το ταιριαστό σε κάθε περίσταση: η λαδόπιτα ή κουσμερή, που την Πρωτοχρονιά λέγεται «βασιλόπιτα». Οι λαδόπιτες ήταν μελόπιτες (με μέλι), ζαχαρόπιτες (με ζάχαρη) ή πετιμεζόπιτες (με πετιμέζι, δηλ. σιρόπι βρασμένου μούστου). Την έκοβε ο αρχηγός της οικογένειας το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Έκοβε πρώτα ένα κομμάτι για τον Χριστό, ύστερα της Παναγίας, του Αγίου Βασιλείου και για κάθε μέλος της οικογένειας. Όποιος πετύχει στο κομμάτι του το κρυμμένο φλουρί, θα ’ναι ο καλότυχος της χρονιάς.

-Τα κάλαντα: Το πρωί της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές τους έδιναν, για το καλό, χρήματα, πίτα κ.ά. φιλέματα. Στη χώρα έβγαιναν την παραμονή, μα όχι μόνο παιδιά. Γύριζαν και οι μεγάλοι. Έτσι, οι ψαράδες των παραλιακών συνοικιών έφκιαναν μια μικρή βάρκα, τη φώτιζαν, την στόλιζαν όμορφα και κρατώντας την στα χέρια, έψαλαν τα κάλαντα. Μπροστά πήγαινε ο αρχηγός των καλαντάρηδων μ’ ένα πορτοκάλι στα χέρια, που συνήθως το τοποθετούσαν μέσα σε πιατέλο στρωμένο με κεντητό πετσετάκι. Μαζί τους είχαν κι ένα φωνόγραφο «για να τα λέει μελωδικά!». Χτυπούσαν τις πόρτες κι έλεγαν:

«Να τα πούμε;»
«Πέστε τα, ψυχούλα μου», ακουόταν η απάντηση από μέσα.

Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
Βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει:
«Βασίλη μ’, πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;».
«Από το σπίτι μ’ έρχομαι και στο σκολειό πηγαίνω.».
«Βασίλη, αν ξέρεις γράμματα, πες μας την Άλφα-Βήτα
Και στο ραβδί του ακούμπησε να πει την Άλφα-Βήτα.
Μα το ραβδί του ήταν ξερό και εβλάστησε κλωνάρια
Και στα κλωνάρια εκάθονταν πουλιά και κελαηδούσαν
Και τα εβλόγαε ο Χριστός, Χριστός και Παναγιά.
Και του χρόνου να ’σαστε όλοι καλά!»

-Η Διάνα: Η Διάνα είναι πρωτοχρονιάτικο έθιμο της χώρας. Πρόκειται μάλλον για κατάλοιπο της Ενετοκρατίας. Ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, γύρω στις 4 π.μ., έβγαινε η μπάντα της «Φιλαρμονικής» και γύριζε μέσα στην πόλη παίζοντας το «εωθινό» και τα κάλαντα μέχρι να ξημερώσει. Τα παλιότερα χρόνια τη «Διάνα» ακολούθαγαν σχεδόν όλοι οι Λευκαδίτες, με πρωταγωνιστές τους ντορατζήδες, που με τις εύθυμες φάρσες τους προκαλούσαν μεγάλο φαρομανητό. Ο Παν. Ματαφιάς εικάζει ότι το όνομα της «Διάνας» προέρχεται απ’ την ιταλική λέξη Diana, που σημαίνει Αυγερινός και εγερτήριο, το χρονικό διάστημα μεταξύ 4 και 8 π.μ., μια και οι ώρες αυτές συμπίπτουν με τις ώρες που τελείται η πρωτοχρονιάτικη Διάνα. Να σημειωθεί εδώ ότι ενώ η «Φιλαρμονική» σήμερα βγαίνει αργότερα, διάφορες παρέες αναβιώνουν τη «Διάνα», προκαλούν στο πέρασμά τους βιβλική καταστροφή, ακόμη και σε περίπτερα και άλλα καταστήματα του Παζαριού. Νομίζω πάντως ότι ανάμεσα στις καλοστημένες φάρσες και τους βανδαλισμούς υπάρχει μεγάλη διαφορά.

-Το αμίλητο νερό: Την ώρα που γινόταν η Διάνα, οι νοικοκυρές έπρεπε να σηκωθούν και να πάρουν απ’ τις διάφορες βρύσες της Χώρας το «αμίλητο νερό». Αυτή που θα το ’παιρνε, έπρεπε να μη μιλήσει καθόλου από τη στιγμή που θα ’βγαινε απ’ το σπίτι ώσπου να επιστρέψει. Με το νερό αυτό οι νοικοκυρές γέμιζαν το ανανεωμένο καντήλι στο εικονοστάσι, ραντίζοντας τις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, ψιθυρίζοντας ευχές για να τους πάει καλά ο καινούριος χρόνος. Για να τις πειράξουν οι «κονσόλοι», πολλές φορές έσπαγαν τα αγγειά των γυναικών για να τις προκαλέσουν να μιλήσουν. Όσες άντεχαν στον πειρασμό, γύριζαν αμίλητες στο σπίτι για να πάρουν καινούριο δοχείο. Με τη λειτουργία, γίνονται επισκέψεις στα συγγενικά σπίτια ή στους αναδεχτούς και οι νοικοκυραίοι κάνουν τη στρούνα (μπουναμά) για το καλό. Παλιότερα πρόσεχαν πολύ το ποδαρικό, δηλ. ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους. Πολλές φορές καλούν παιδιά ή όποιους θεωρούν καλοΐσκιωτους για να τους κάνουν ποδαρικό, με το σχετικό φιλοδώρημα. Εννοείται ότι αποφεύγουν αυτούς που θεωρούν γρουσούζηδες. Τέλος, χαρακτηριστικό των ημερών είναι το χαρτοπαίγνιο, για το καλό κι αυτό (!!!), που μπορεί να αφορά μικροποσά, μπορεί όμως να πρόκειται και για αρκετά χρήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις