Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

ΔΥΟ ΑΓΙΟΜΑΥΡΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ



1.Προπολεμικά( αλλά και μεταπολεμικά) η συγκοινωνία Λευκαδας-Πειραιά γινόταν με πλοία, με ενδιάμεσους σταθμούς. Ο ''Γλάρος''΄, η ΄'Λουτσίντα'', το ''Πάτραι'' και η ΄Πύλαρος' ήταν ορισμένα απο τα πλοία που προσέγγιζαν την προβλήτα του λιμανιού ή αγκυροβολούσαν άροδο και η εξυπηρέτηση των επιβατών γινόταν με βάρκες. Εδώ έγινε στη δεκαετία του ' 50 (με το ΄Πάτραι΄') ενα δυστύχημα με ανατροπή βαρκας στο λιμάνι. Μεταξύ των επιβατών που έπεσαν στη θάλασσα ήταν και ο Σπύρος Φιλιππας-Πανάγος (ο αείμνηστος συγγραφέας και δημοσιογράφος με το εκρηκτικό χιούμορ). Ο κυρ Σπύρος λοιπόν (οπως τον φώναζαν) αφηγειται στο θρυλικό στέκι στου Μουτρούκαλη τηνπεριπέτεια που έζησε, μέσα στο καταχείμωνο, όταν με βαρκα προσπάθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο (που ήταν αγκυροβολημένο στη μεση του λιμανιού) αλλά ενα ξαφνικό μπουρίνι την ανέτρεψε και έπεσαν όλοι μαζί με τα μπαγκάζια στη θάλασσα(σσ μάλιστα είχαμε και νεκρό). Ο κυρ Σπύρος με το ενα χέρι κρατούσε μια μικρή τσάντα - οπου μέσα είχε και τα ποιήματα του και πήγαινε στην Αθήνα για να τα εκδώσει. Έτσι για να μην πνιγεί με το ενα χέρι κρατούσε υπό μάλης την δερμάτινη τσάντα(που μάλιστα είχε δανειστεί) και με το άλλο κολυμπούσε απεγνωσμένα ώστε να πιαστεί απο ενα κουπί της βαρκας που επέπλεε. 

-''Αστραπές, βροντές, κύματα προσπαθώ να πιαστώ και να μην πνιγώ, κρατάω και την τσάντα και δος του '''', αφηγούνταν με παραστατικό τροπο ο κυρ Σπύρος την φοβερή εμπειρία του, βάζοντας για χάριν της αφήγησης και την υπερβολή. Και οπως ήταν εκφραστικός έκανε με τα χέρια του τις κινήσεις. 

- 'Κυρ Σπύρο η τσάντα τι είχε μέσα'', τον διέκοψε ο Φιλος (Θεόφιλος) ο Μπάλτσας(σσ ο πατέρας της διάσημης μετζοσοπράνο Αγνής);;; 

---Και δίνω μια απλωτή με το ενα χερι, συνέχισε ο κυρ Σπύρος, αστραπές, βροντές, χαμός. Λες και ήμουν χαμένος στον ωκεανό. Κολυμπούσα με το ενα χέρι και με το άλλο κρατούσα τη τσάντα. Παναγια Φανερωμένη βόηθα!!! 

- ''Κυρ Σπύρο η τσάντα τι είχε μέσα'', τον διέκοψε, πάλι, ο Φίλος ο Μπάλτσας. 

Τότε σηκώνεται εξαγριωμένος ο Πανάγος και με θυμό-αλλά και με υποτιμητικό ύφος- του λέει: 
--'' Όχι Μωρε π.... δεν σου λέω. ΅Εγώ πνίγομαι και εσύ με ρωτάς τι είχε μέσα 
η τσάντα''! 
-------------------------------------------------------------------------------------------------------

2. - Ο Αγγελος ήταν ένας φοβερός τύπος της παλιάς Λευκάδας. Παμφάγος και αχόρταγος. Λαίμαργος με όλη τη σημασία της λέξης. Σπούδαζε στην Αθήνα ώσπου μια μέρα έλαβε ένα τηλεγράφημα: "βρακατσάνοι γουρμάσανε". Και ο Αγγελος έφυγε για πάντα από την Αθήνα για να ικανοποιήσει τη λαιμαργία του τρώγοντας βρακατσάνους. Αλλά η φοβερή, αληθινή, ιστορία με τον Αγγελο είναι η παρακάτω που μας αφηγείται συχνά ο Ηλίας Λογοθέτης (Φρούφαλος). Ο Αγγελος, λοιπόν, για πολλούς μήνες έκανε μεγάλη οικονομία ώστε να προετοιμαστεί για το μεγάλο τραπέζι. Ένα μοναδικό τσιμπούσι. Αλλά δεν ήθελε με καμία δύναμη να τον πάρει χαμπάρι η μάνα του. Της είπε ότι έχει υποχρέωση σε κάποιους Πρεβεζάνους. Αγόρασε λοιπόν αυγοτάραχο, σαλάμια, γάμπαρες, μια μεγάλη γαλοπούλα, μια τεράστια συναγρίδα, ένα μικρό χοιρίδιο, σαλάτες, τυριά, γλυκά, κρασιά, ούζο και φρούτα. Όλα τα καλούδια. Και είχε ετοιμαστεί για ένα λουκούλλειο δείπνο. Η μεγάλη βραδιά έφθασε. Και ο Αγγελος λέει στη μάνα του: "Μάνα, θα έρθουν οι καλεσμένοι αλλά επειδή θ' αρχίσουν τ' αφσκόλογα πήγαινε για ύπνο". Πράγματι η μάνα του Αγγελου αποσύρθηκε στην κάμαρά της. Της έβαλε και το καδινάτσο για σιγουριά. Οι καλεσμένοι έφθασαν γύρω στις 10 το βράδυ. Ο Αγγελος κατέβηκε τη σκάλα για να τους υποδεχθεί. Καλώς τους. Καλησπέρα. Καλώς το Γιάννη, καλώς το Νίκο, καλώς το Χρίστο. Χαθήκαμε ρε παιδιά, είχα καιρό να σας δω. Και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα με τρόπο σαν ν' ανέβαιναν και οι καλεσμένοι του. Μετά από λίγο άρχισε το τσιμπούσι. Ο Αγγελος ήταν μεγάλος μίμος. Και άρχισε τους διαλόγους: 

--- Παναγία μου τη ψαρούκλα είναι αυτή! 

--- Και το γουρουνόπουλο είναι φοβερό. 

--- Καλά Αγγελε, η γαλοπούλα σου είναι το κάτι άλλο. 

Και να το τσούγκρισμα των ποτηριών. Εβίβα, γεια σου, να 'σαι καλά Αγγελε, πάντα από τέτοια. Και τα ρέστα. Η ώρα περνούσε. Οι διάλογοι συνεχίζονταν μαζί και το φαγητό. Τα μαχαίρια και τα κουτάλια χτυπούσαν στα πιάτα. 

--- Εις υγείαν. 

--- Είναι όλα υπέροχα! 

-- Μπράβο Αγγελε, σου χρωστάμε και εμείς τραπέζι στην Πρέβεζα.... 
Η ώρα είχε φθάσει 5 το πρωί. Οι καλεσμένοι (εννοείται) έφυγαν. Και η μάνα του Αγγελου κατάφερε να διακρίνει από τη χαραμάδα της πόρτας το γιο της πεσμένο με τα μούτρα πάνω στο τραπέζι, σκασμένο απ' το φαΐ. Και σταυροκοπήθηκε. "Μπα το ξεπατωμένο", μονολόγησε. Ο Αγγελος κατάφερε το απίστευτο. Το μοναδικό. Έφαγε μόνος του όλα τα φαγητά. Μέχρι σκασμού. Είχε παραθέσει τραπέζι στον εαυτό του!!! 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΩΠΟΔΗΣ(ΠΑΝΟΘΩΜΟΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις