Ο Αγγελος ήταν ένας φοβερός τύπος της παλιάς Λευκάδας. Παμφάγος και
αχόρταγος. Λαίμαργος με όλη τη σημασία της λέξης. Σπούδαζε στην Αθήνα
ώσπου μια μέρα έλαβε ένα τηλεγράφημα: "βρακατσάνοι γουρμάσανε". Και ο
Αγγελος έφυγε για πάντα από την Αθήνα για να ικανοποιήσει τη λαιμαργία
του τρώγοντας βρακατσάνους. Αλλά η φοβερή, αληθινή, ιστορία με τον
Αγγελο είναι η παρακάτω που μας αφηγείται συχνά ο Ηλίας Λογοθέτης
(Φρούφαλος). Ο Αγγελος, λοιπόν, για πολλούς μήνες έκανε μεγάλη οικονομία
ώστε να προετοιμαστεί για το μεγάλο τραπέζι. Ένα μοναδικό τσιμπούσι.
Αλλά δεν ήθελε με καμία δύναμη να τον πάρει χαμπάρι η μάνα του. Της είπε
ότι έχει υποχρέωση σε κάποιους Πρεβεζάνους. Αγόρασε λοιπόν αυγοτάραχο,
σαλάμια, γάμπαρες, μια μεγάλη γαλοπούλα, μια τεράστια συναγρίδα, ένα
μικρό χοιρίδιο, σαλάτες, τυριά, γλυκά, κρασιά, ούζο και φρούτα. Όλα τα
καλούδια. Και είχε ετοιμαστεί για ένα λουκούλλειο δείπνο. Η μεγάλη
βραδιά έφθασε. Και ο Αγγελος λέει στη μάνα του: "Μάνα, θα έρθουν οι
καλεσμένοι αλλά επειδή θ' αρχίσουν τ' αφσκόλογα πήγαινε για ύπνο".
Πράγματι η μάνα του Αγγελου αποσύρθηκε στην κάμαρά της. Της έβαλε και το
καδινάτσο για σιγουριά.
Οι καλεσμένοι έφθασαν γύρω στις 10 το βράδυ. Ο Αγγελος κατέβηκε τη σκάλα για να τους υποδεχθεί. Καλώς τους. Καλησπέρα. Καλώς το Γιάννη, καλώς το Νίκο, καλώς το Χρίστο. Χαθήκαμε ρε παιδιά, είχα καιρό να σας δω. Και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα με τρόπο σαν ν' ανέβαιναν και οι καλεσμένοι του. Μετά από λίγο άρχισε το τσιμπούσι. Ο Αγγελος ήταν μεγάλος μίμος. Και άρχισε τους διαλόγους:
--- Παναγία μου τη ψαρούκλα είναι αυτή!
--- Και το γουρουνόπουλο είναι φοβερό.
--- Καλά Αγγελε, η γαλοπούλα σου είναι το κάτι άλλο.
Και να το τσούγκρισμα των ποτηριών. Εβίβα, γεια σου, να 'σαι καλά Αγγελε, πάντα από τέτοια. Και τα ρέστα. Η ώρα περνούσε. Οι διάλογοι συνεχίζονταν μαζί και το φαγητό. Τα μαχαίρια και τα κουτάλια χτυπούσαν στα πιάτα.
--- Εις υγείαν.
--- Είναι όλα υπέροχα!
-- Μπράβο Αγγελε, σου χρωστάμε και εμείς τραπέζι στην Πρέβεζα....
Η ώρα είχε φθάσει 5 το πρωί. Οι καλεσμένοι (εννοείται) έφυγαν. Και η μάνα του Αγγελου κατάφερε να διακρίνει από τη χαραμάδα της πόρτας το γιο της πεσμένο με τα μούτρα πάνω στο τραπέζι, σκασμένο απ' το φαΐ. Και σταυροκοπήθηκε. "Μπα το ξεπατωμένο", μονολόγησε.Ο Αγγελος κατάφερε το απίστευτο. Το μοναδικό. Έφαγε μόνος του όλα τα φαγητά. Μέχρι σκασμού. Είχε παραθέσει τραπέζι στον εαυτό του!!!
Οι καλεσμένοι έφθασαν γύρω στις 10 το βράδυ. Ο Αγγελος κατέβηκε τη σκάλα για να τους υποδεχθεί. Καλώς τους. Καλησπέρα. Καλώς το Γιάννη, καλώς το Νίκο, καλώς το Χρίστο. Χαθήκαμε ρε παιδιά, είχα καιρό να σας δω. Και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα με τρόπο σαν ν' ανέβαιναν και οι καλεσμένοι του. Μετά από λίγο άρχισε το τσιμπούσι. Ο Αγγελος ήταν μεγάλος μίμος. Και άρχισε τους διαλόγους:
--- Παναγία μου τη ψαρούκλα είναι αυτή!
--- Και το γουρουνόπουλο είναι φοβερό.
--- Καλά Αγγελε, η γαλοπούλα σου είναι το κάτι άλλο.
Και να το τσούγκρισμα των ποτηριών. Εβίβα, γεια σου, να 'σαι καλά Αγγελε, πάντα από τέτοια. Και τα ρέστα. Η ώρα περνούσε. Οι διάλογοι συνεχίζονταν μαζί και το φαγητό. Τα μαχαίρια και τα κουτάλια χτυπούσαν στα πιάτα.
--- Εις υγείαν.
--- Είναι όλα υπέροχα!
-- Μπράβο Αγγελε, σου χρωστάμε και εμείς τραπέζι στην Πρέβεζα....
Η ώρα είχε φθάσει 5 το πρωί. Οι καλεσμένοι (εννοείται) έφυγαν. Και η μάνα του Αγγελου κατάφερε να διακρίνει από τη χαραμάδα της πόρτας το γιο της πεσμένο με τα μούτρα πάνω στο τραπέζι, σκασμένο απ' το φαΐ. Και σταυροκοπήθηκε. "Μπα το ξεπατωμένο", μονολόγησε.Ο Αγγελος κατάφερε το απίστευτο. Το μοναδικό. Έφαγε μόνος του όλα τα φαγητά. Μέχρι σκασμού. Είχε παραθέσει τραπέζι στον εαυτό του!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου